του Αντώνη Αντωνάκου
Αντιπροέδρου της Ο.Λ.Μ.Ε.
Ποιος είπε ότι και τα θαύματα δεν έχουν αρκετές φορές τις εξηγήσεις τους. Διάβαζα πρόσφατα μια συνέντευξη του πρωθυπουργού της Ιρλανδίας. Μεταξύ των άλλων ο δημοσιογράφος τον ερώτησε και για τη «συνταγή» του οικονομικού θαύματος της χώρας του. Η απάντησή του με πλήγωσε ως πολίτη αυτής της χώρας όχι μόνο γιατί πριν από λίγα χρόνια η Ιρλανδία υστερούσε στους οικονομικούς δείκτες έναντι της χώρας μας, αλλά κυρίως γιατί οφείλει την ανάπτυξη της σε έναν τομέα στον οποίο η χώρα μας όφειλε και μπορούσε να είναι όχι απλά μεταξύ των πρώτων αλλά πρώτη. Στην Παιδεία.
Απάντησε λοιπόν στον δημοσιογράφο ο Ιρλανδός πρωθυπουργός ότι η ανάπτυξη της χώρας του οφείλεται κυρίως στις επενδύσεις που έγιναν στην εκπαίδευση και την έρευνα και συγκεκριμένα ανέφερε ότι από το τρίτο κοινοτικό πλαίσιο στήριξής (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ.) το 43%!!! διετέθη σε αυτούς τους τομείς.
Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό μια σύσκεψη στην οποία είχα λάβει μέρος και στην οποία θα αποφασιζόταν η αντιπρόταση της Ν.Δ. εν όψει της κατανομής των πόρων του ως άνω κοινοτικού προγράμματος από την Κυβέρνηση. Εν όψει του αρχικού κυβερνητικού σχεδιασμού να διαθέσει μόνο το 9% στην εκπαίδευση, οι προτάσεις που ακούγονταν ήταν της τάξεως του 12-15%, έως την στιγμή που πήρε τον λόγο ο κύριος Αργυρός, τέως πρόεδρος του Σ.Ε.Β. και τέως Ευρωβουλευτής. Πρέπει να διατεθεί, είπε, τουλάχιστον το 45%, γιατί η εκπαίδευση είναι η πιο αναπτυξιακή επένδυση και γιατί είναι απαράδεκτο έργα όπως τα οδικά, που μπορούν να γίνουν με αυτοχρηματοδότηση, να απορροφούν πολύτιμους πόρους.
Η πρόταση αυτή είναι απόρροια μιας υγιούς επιχειρηματικής αντίληψης που βασίζεται στους κανόνες του ανταγωνισμού και της οικονομίας της αγοράς ξεχωρίζοντας τους τομείς ευθύνης του κράτους και είναι βεβαίως μακριά από τα συμφέροντα των εθνικών μας εργολάβων και προμηθευτών, που είναι αρκετές φορές αποκλειστικά κρατικοδίαιτοι.
Επειδή όμως, αν τα θαύματα έχουν μερικές φορές τις εξηγήσεις τους, τα δράματα έχουν σχεδόν πάντα τις αιτίες τους και με αφορμή το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, στο οποίο έχασαν την ζωή τους 21 μαθητές, μου ήρθε στο μυαλό μια άλλη συζήτηση που είχα κάνει πριν από 7 ακριβώς χρόνια με έναν συνιδιοκτήτη μιας μεγάλης τεχνικής εταιρείας. Έχοντας μόλις επιστρέψει από την Ιταλία και έχοντας ακόμα νωπές τις εντυπώσεις από το οδικό της δίκτυο του παρατήρησα ότι, αν ο άξονας Αθηνών – Θεσσαλονίκης δινόταν με ενιαία δημοπρασία με αυτοχρηματοδότηση ή συγχρηματοδότηση, θα τελείωνε εντός τακτού χρονοδιαγράμματος, θα ήταν πιο άρτιος τεχνικά και θα κόστιζε τελικά μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια λιγότερο. Και βεβαίως τα τεράστια οφέλη της οικονομίας από την αποπεράτωση του έργου αρκετά χρόνια ενωρίτερα δεν είναι εύκολο να υπολογισθούν.
Δεν υπήρχαν ακόμα τότε τα παραδείγματα του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος και της γέφυρας Ρίου–Αντίρριου, που αποδεικνύουν ότι η αυτοχρηματοδότηση ή η συγχρηματοδότηση και σε κάθε περίπτωση η ενιαία δημοπράτηση των έργων, αντί του κατακερματισμού των, είναι από κάθε άποψη η καλύτερη λύση. Βέβαια δεν συμφώνησε μαζί μου, αλλά ίσως ήταν αφελές εκ μέρους μου να περιμένω ότι μπορεί να συμφωνήσει.
Όμως 7 χρόνια μετά από αυτή την συζήτηση και ενώ η ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου μετατίθεται για μετά το 2008 ο μακρύς κατάλογος των θυμάτων σχηματίζει ένα μεγάλο ματωμένο ερωτηματικό που περιμένει απάντηση. Βαραίνει πιο πολύ ο πλουτισμός μερικών δεκάδων συμπολιτών μας από τον πρόωρο χαμό εκατοντάδων συνανθρώπων μας και από τις μόνιμες αναπηρίες χιλιάδων άλλων; Βαραίνει πιο πολύ για την κυβέρνηση η διαπλοκή και ο έλεγχος της τέταρτης εξουσίας από το συμφέρον της χώρας και τις ανθρώπινες ζωές; Μετράει πιο πολύ η διαχείριση της εξουσίας όχι με πολιτικούς όρους και με γνώμονα την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας και το κοινό καλό, αλλά με αποκλειστικό στόχο την κομματική νομή της;
Ερωτήματα αυτονόητα, ίσως, αλλά στα οποία θα ήταν αφελές να περιμένουμε απάντηση από τους υπευθύνους. Γιατί είναι φυσικό να σιωπούν οι αρμόδιοι όταν η πολιτική καθοδηγείται από τα συμφέροντα και δεν λειτουργούν οι ασφαλιστικές δικλείδες της δημοκρατίας. Όταν η κυβέρνηση μπορεί, οχυρωμένη πίσω από τα ηλεκτρονικά τείχη που ορθώνουν διαπλεκόμενοι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες «φίλοι της», να επαίρεται για μια «ανάπτυξη» με πήλινα πόδια που στηρίζεται αποκλειστικά στη συγκυρία των Ολυμπιακών «έργων» και των εισροών από την Ε.Ε., «ανάπτυξη» η οποία όλοι γνωρίζουμε ότι θα ξεφουσκώσει απότομα και οδυνηρά μετά το 2004. Όταν μπορεί προσχηματικά να χρησιμοποιεί το άλλοθι των αμυντικών δαπανών, για να δικαιολογήσει το κοινωνικό της έλλειμμα, για να δικαιολογήσει την καθήλωση των δαπανών για την παιδεία στο 3,4% του Α.Ε.Π. όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. και του Ο.Ο.Σ.Α. ξεπερνά το 5%.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
21-06-2003