Εκτύπωση
Κατηγορία: Αρθρογραφία
Εμφανίσεις: 1616

  

 Τα συνδικάτα μπροστά στις νέες συνθήκες.

του Αντώνη Αντωνάκου

Γραμματέα Συνδικαλισμού της Ν. Δ.

 

Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας με τη βιομηχανική επανάσταση δημιούργησε νέα δεδομένα και οδήγησε σε άλλες μορφές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Η μεγάλη διόγκωση του αριθμού των εργαζομένων στη βιομηχανία και στα ορυχεία, και οι άθλιες συνθήκες υγιεινής, ασφάλειας και αμοιβών, η στυγνή εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού, οδήγησαν στη δημιουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, σε μια προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών, με τη διεκδίκηση κάποιων στοιχειωδών δικαιωμάτων. 

Η αύξηση της παραγωγικότητας, ως αποτέλεσμα της αλλαγής και των μεθόδων παραγωγής και η αύξηση του πλούτου των ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών, με την ανάπτυξη του εμπορίου, έδωσε τη δυνατότητα στα συνδικάτα να προωθήσουν, υπέρ των εργαζομένων, κατακτήσεις οι οποίες οδήγησαν σε ριζική αλλαγή των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης.

Η μακρά περίοδος ειρήνης μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, είχαν ως αποτέλεσμα την παρατεταμένη και συνεχή πρόοδο της οικονομίας και τη σταθερή βελτίωση της θέσης των εργαζομένων με τη συμβολή και του συνδικαλιστικού κινήματος. Ωστόσο, από κάποιο σημείο και μετά, οι απαιτήσεις του σ.κ., κυρίως κάτω από την αυξημένη διεισδυτικότητα και πίεση της Αριστεράς στο πρόσφορο έδαφος των εργατικών συνδικάτων, ξεπερνούσαν τα όρια της αντοχής των επιχειρήσεων, προκειμένου μάλιστα για τις δημόσιες επιχειρήσεις και τα όρια της λογικής, αποβαίνοντας εις βάρος και της οικονομίας και του πραγματικού συμφέροντος των εργαζομένων (Ο.Α.Σ., Pirelli).

  Το συνδικαλιστικό κίνημα, ως μηχανισμός εξυπηρέτησης κομματικών συμφερόντων

 Έτσι, επί πολλά χρόνια, τη διεκδίκηση αιτημάτων για λογαριασμό των εργαζομένων, που θα είχαν κρίσιμη σημασία για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και του βιοτικού τους επιπέδου, υπερκάλυψε η ανάδειξη στόχων που υπηρετούσαν σκοπιμότητες κατεξοχήν κομματικές, έξω και πέρα από τα πραγματικά συμφέροντα και της χώρας και των εργαζομένων. Χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή τα συνδικάτα, από τα κόμματα της Αριστεράς, ως πολιορκητικός κλοιός για την άλωση της εξουσίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε το συνδικαλισμό για να κατακτήσει την εξουσία.

Έτσι, επειδή τα αιτήματα αποτελούσαν το πρόσχημα και όχι το πραγματικό αίτιο που οδηγούσε στις κινητοποιήσεις, παρουσιάσθηκε το φαινόμενο παντελούς απουσίας ρεαλιστικών προτάσεων και θέσεων. Κάθε προσπάθεια λογικής προσέγγισης των προβλημάτων προσέκρουσε στους ισοπεδωτικούς αφορισμούς "ό,τι δημόσιο και καλό, ό,τι ιδιωτικό και κακό", και σε μια πολιτική ταξικής αντιπαράθεσης που στηριζόταν στην αναχρονιστική θέση της ασυμβατότητας των συμφερόντων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Ο εγκλωβισμός του συνδικαλιστικού κινήματος στα ιδεολογήματα της Αριστεράς, δημιούργησε λογικές σύγκρουσης και όχι αναζήτησης της βέλτιστης ισορροπίας στο νέο οικονομικό περιβάλλον που διαμορφωνόταν.

Τα πρώτα αδιέξοδα φάνηκαν όταν οι πολιτικοί φορείς και τα κόμματα της Αριστεράς ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας, Τότε, ένα μεγάλο κενό στους στόχους του συνδικαλιστικού κινήματος άρχισε να διαφαίνεται. Η μη επίλυση των προβλημάτων, ή ακόμη και η επιδείνωσή τους, έφεραν την απογοήτευση σε μεγάλες μάζες εργαζομένων. Οι προσκείμενες σε αυτούς τους πολιτικούς φορείς, συνδικαλιστικές ηγεσίες, ανέλαβαν τον άχαρο ρόλο να υποστηρίζουν τις κυβερνητικές πρακτικές, επιτείνοντας έτσι την απογοήτευση και δημιουργώντας παράλληλα ιδεολογική και πολιτική σύγχυση.

Οι εργαζόμενοι δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν τις σκοπιμότητες των ηγεσιών, να ερμηνεύσουν τη συνδικαλιστική αυτή πρακτική ως αναποτελεσματική και να κρίνουν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, όχι ως φορείς εκπροσώπησής τους, αλλά ως βραχίονες των κομματικών φορέων στον κοινωνικό εργασιακό χώρο.

Τα ιδεολογήματα της Αριστεράς, που επί χρόνια κυριάρχησαν, δημιούργησαν έναν μηχανιστικό τρόπο αντίδρασης του συνδικαλιστικού κινήματος. Έτσι, είδαμε τις ακρότητες με την ιδιωτικοποίηση της Ο.Α.Σ., γεγονότα που επαναλήφθηκαν πρόσφατα, σε μικρογραφία, στο χώρο της Ιονικής Τράπεζας. Όμως, η καταδίκη αυτών των πρακτικών δεν θα πρέπει, με λανθασμένη εστίαση στα γεγονότα που αποτελούν τα τελευταία κατάλοιπα μια καταστροφικής περιόδου, να μας οδηγήσει στη συνολική χρέωση και στον αφορισμό του συνδικαλισμού.

  Μπροστά στις νέες συνθήκες

 Το συνδικαλιστικό κίνημα οφείλει να αποκτήσει θέσεις, οι οποίες να ανταποκρίνονται στα σημερινά δεδομένα και να αναπροσαρμόσει τις μεθόδους δράσης του, για να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις. Οι συνθήκες, που παγκοσμίως διαμορφώνονται, αποκτούν αναμφίβολα έναν εφιαλτικό χαρακτήρα για τους νέους εργαζόμενους και ο μοναδικός μηχανισμό προστασίας τους παραμένει η συλλογική οργάνωση και δράση στα πλαίσια του συνδικαλιστικού κινήματος.

Είναι εμφανές ότι η νέα κοινωνία της γνώσης και η παγκοσμιοποίηση των αγορών δημιουργούν νέες συνθήκες, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό, υπερβαίνουν τους εθνικούς πολιτικούς σχεδιασμούς. Είναι σαφές ότι πλέον οι εργασιακές σχέσεις υφίστανται τις επιδράσεις αυτών των συνθηκών. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου μειώνει τη δυνατότητα και των συνδικάτων και των κυβερνήσεων για αποτελεσματική παρέμβαση σε εθνικό επίπεδο.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να επαναπροσδιορίσει τις θέσεις και τη δράση του, αλλά και το πολιτικό περιεχόμενο των αγώνων του, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα.

Ειδικότερα, η διαμόρφωση των θέσεων του συνδικαλιστικού κινήματος πρέπει να γίνεται κάτω από το πρίσμα της ευελιξίας που έχουν αποκτήσει οι ιδιοκτήτες των παραγωγικών μέσων, αλλά και υπό το πρίσμα του περιορισμού της απασχόλησης και "αποειδίκευσης" που προκύπτει ως αποτέλεσμα των ταχύτατων τεχνολογικών εξελίξεων. Επίσης, στον τομέα της δράσης σε ένα διεθνοποιημένο κεφάλαιο, δεν μπορεί να υπάρξει απάντηση του συνδικαλιστικού κινήματος, περιορισμένη σε εθνικό επίπεδο.

Ασφαλώς, δεν είναι εύκολο να είναι κάποιος αισιόδοξος για το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος στα χρόνια που έρχονται. Και αυτό, όχι γιατί τα προβλήματα των εργαζομένων δεν θα οξύνονται, ούτε επειδή ο συνδικαλισμός θα πάψει να είναι ο μοναδικός θεσμός προστασίας των εργαζομένων.

Αλλά, γιατί η μείωση της εμπιστοσύνης των εργαζομένων προς τους συνδικαλιστικούς φορείς, παράλληλα με τη γενικότερη έκπτωση της συλλογικής συνείδησης και τη επικράτηση της παθητικότητας, λειτουργούν σαν μηχανισμός αδράνειας. Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι τα προβλήματα που παρουσιάζονται στο χώρο του συνδικαλισμού δεν είναι ξένα με τα προβλήματα που παρουσιάζονται σε άλλους τομείς κοινωνικής οργάνωσης και εκπροσώπησης.

  Οι κοντόφθαλμες διαχειριστικές λογικές

 Το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως και πολλών άλλων θεσμών εκπροσώπησης, θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα προσαρμογής και της Ελληνικής κοινωνίας στα νέα δεδομένα. Η προσαρμογή αυτή αφορά κυρίως την πολιτική ιδεολογία που θα ενστερνισθεί η κοινωνία μας.

Είναι αναγκαίο να ξεφύγουμε από τις κοντόφθαλμες διαχειριστικές λογικές, οι οποίες κατευθύνουν και τη σημερινή κυβέρνηση, ως μοιραίο αποτέλεσμα της αδυναμίας ενός πολιτικού λόγου που έχει τεθεί στο περιθώριο.

Η αποϊδεολογικοποίηση μεθόδων και πολιτικών που σχετίζονται με τους στόχους της χώρας, σε καίρια ζητήματα, όπως είναι η ανάπτυξη, οι επενδύσεις, οι αποκρατικοποιήσεις, ο περιορισμός του Δημοσίου τομέα, οδηγούν στην αποσπασματική και ευκαιριακή αντιμετώπιση των προβλημάτων και όχι στην αναγκαία μεταρρύθμιση της Ελληνικής κοινωνίας.

Το πέρασμα, για παράδειγμα, από τη μαρξιστική έννοια της ταξικής πάλης μεταξύ ταξικών εχθρών στην έννοια του κοινωνικού διαλόγου, που έστω και προσχηματικά παρουσιάζει η σημερινή κυβέρνηση, δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα εάν δεν υπάρξει παραδοχή ενός ουσιαστικού σύγχρονου φιλελεύθερου πολιτικού λόγου.

  Διεκδικώντας ένα νέο ρόλο

 Το συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της άμυνας, στηρίζοντας κεκτημένες θέσεις των προηγούμενων δεκαετιών, ή εάν θα εισέλθει δυναμικά στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώνεται, διεκδικώντας ένα νέο ουσιαστικό ρόλο. Εάν δεν μπορέσει να ξεφύγει από την πρώτη επιλογή, θα οδηγηθεί στο μαρασμό και στο περιθώριο των εξελίξεων. Η κοινωνική του απομόνωση θα επιφέρει ακρότητες στη δράση και συμπεριφορά του και θα επιταχύνει την απομαζικοποίησή του.

Στην περίπτωση, όμως, που θα επαναπροσδιορίσει το ρόλο του μακριά από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, θα αποκτήσει ένα νέο διεκδικητικό ρόλο ως αντιπροσωπευτικός φορέας των εργαζομένων, συμμετέχοντας ουσιαστικά στη διαμόρφωση της νέας πραγματικότητας.

Όσο το συνδικαλιστικό κίνημα, δεν ενστερνίζεται τις νέες φιλελεύθερες ιδέες και παραμένει προσκολλημένο σε παρωχημένα ιδεολογήματα, επειδή δεν μπορεί να ερμηνεύσει πολιτικά και συνδικαλιστικά τη νέα πραγματικότητα, θα οδηγείται σε ακραίες συντεχνιακές λογικές, με αποτέλεσμα τη διάσπαση του εσωτερικού ιστού μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων του τόπου και την απομόνωσή του από την κοινωνία που αναζητεί με αγωνία ένα καλύτερο μέλλον.

Όσο πιο γρήγορα το συνδικαλιστικό κίνημα καταφέρει να διαμορφώσει τα νέα αιτήματα των εργαζομένων για τις δεκαετίες που έρχονται τόσο συντομότερα θα επανακτήσει την αξιοπιστία του και το δυναμισμό του. Δεν είναι αρκετό, για παράδειγμα, να απαιτεί κονδύλια για επανεκπαίδευση των εργαζομένων και για επιδόματα ανεργίας. Οφείλει να απαιτήσει τη συμμετοχή του στη διαδικασία εισαγωγής και χρήσης των νέων τεχνολογιών.

Διότι θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η νέα κατάσταση υψηλής τεχνολογίας θα μπορούσε να σημαίνει λιγότερες  ώρες εργασίας και περισσότερα οφέλη για τους εργαζόμενους. Οι ίδιες τεχνολογικές εφαρμογές θα μπορούσαν, ωστόσο, με την ίδια ευκολία - όπως ήδη συμβαίνει - να οδηγήσουν σε ολοένα και υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, καθώς και σε οικονομική ύφεση. Οφείλει, λοιπόν, να αγωνιστεί όχι μόνο για τα δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά και για την επανένταξη των ανέργων στην παραγωγική διαδικασία. Οφείλει να αποβάλει το στενό συντεχνιακό του χαρακτήρα και να ενισχύσει τους δεσμούς αλληλεγγύης με το σύνολο της κοινωνίας.

Το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να αποδεχθεί την έννοια της ανταγωνιστικότητας, και ως συνεπακόλουθο αυτού, την αναγκαιότητα ενίσχυσης της παραγωγικότητας σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Ο περιορισμός, έτσι, του Δημόσιου τομέα και οι αναγκαίες αποκρατικοποιήσεις του στοχεύουν στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, πρέπει να στηριχθούν διασφαλίζοντας βέβαια τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων. Η στείρα άρνηση απέναντι στην πολιτική των αποκρατικοποιήσεων, θα οδηγήσει είτε στη μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα τη διαχείριση μιας μίζερης οικονομικής κατάστασης, είτε στην επικράτηση της πολιτικής των αποκρατικοποιήσεων με "ήττα" του συνδικαλιστικού κινήματος, χωρίς διασφαλίσεις και συμμετοχή των εργαζομένων. Οφείλει να αξιοποιήσει τους μηχανισμούς συναίνεσης που έχει ανάγκη η πολιτεία για να προωθήσει την ανάπτυξη της χώρας, διεκδικώντας, μεγαλύτερο μερίδιο από τον πλούτο που θα δημιουργηθεί. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, πρέπει να διεκδικήσει τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων, και κατ'  επέκταση τη συμμετοχή του στα κέρδη που θα διαμορφωθούν. Με τον τρόπο αυτό, το συνδικαλιστικό κίνημα μπορεί να αποκτήσει ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο, ξεκάθαρο προσανατολισμό και να επανακτήσει την αξιοπιστία του.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ

23 ΙΟΥΛΙΟΥ 1998