Εκτύπωση
Κατηγορία: Αρθρογραφία
Εμφανίσεις: 595

 

 

 

Συνέντευξη στη Γιούλη Μανώλη

Αντώνης Αντωνάκος, Αντιπρόεδρος της Ο.Λ.Μ.Ε.

 

Σκληρό και ανερμάτιστο παιδαγωγικό πείραμα με θύματα δεκάδες χιλιάδες μαθητές αποδείχθηκε η περιβόητη «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Ο κ. Αντώνης Αντωνάκος καταγράφει τις απώλειες του πειράματος, καταλήγοντας σε μία ακόμη έκκληση για υπερκομματική πολιτική στην εκπαίδευση.

«Ελεύθερος Τύπος»: Ύστερα από μακρά αναμονή, την οποία έκανε βασανιστικότερη η φημολογία που τη συνόδευε - και που ακολούθως επιβεβαιώθηκε - για σωρεία Λαθών κατά τον υπολογισμό της βαθμολογίας των υποψηφίων από τα λύκεια, ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι όσοι συμπεριελήφθησαν στους πίνακες εισακτέων πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι;

Αντ. Αντωνάκος: Καταρχήν, θα πρέπει να ευχηθούμε σε όλους τους αποφοίτους του λυκείου που έδωσαν τη σκληρή και κοπιαστική μάχη των Πανελλαδικών Εξετάσεων καλές σπουδές. Αν και σε πολλές περιπτώσεις η προσγείωση στην όχι και τόσο ειδυλλιακή πραγματικότητα των ελληνικών πανεπιστημίων θα διαψεύσει τα όνειρα και τις προσδοκίες, οι νέοι φοιτητές μας έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται αισιόδοξοι και χαρούμενοι. Όχι γιατί ο δρόμος που τους περιμένει θα είναι εύκολος και το μέλλον τους εξασφαλισμένο, αφού τόσο η ανεργία όσο και η απορύθμιση των αγορών εργασίας προμηνύουν ένα αγώνα επιβίωσης δύσκολο, αλλά γιατί πιστεύω ότι ήδη απέκτησαν το μεγαλύτερο εφόδιο στη ζωή κάθε ανθρώπου, την ικανότητα να δίνουν μάχες και να στέκονται όρθιοι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, αφού η ζωή μας είναι μια ατέλειωτη σειρά από κερδισμένες αλλά και χαμένες μάχες.

«Ελεύθερος Τύπος»: Τρία χρόνια μετά την πρώτη εφαρμογή της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης», πώς σχολιάζετε τα αποτελέσματα της;

Αντ. Αντωνάκος: Κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση της τελευταίας τριετίας από το 1998, που για πρώτη φορά εφαρμόστηκε το νέο εξεταστικό σύστημα, η «μεταρρύθμιση Αρσένη», όπως ονομάστηκε από τον εμπνευστή της, αυτό που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι ότι αποτέλεσε ένα σκληρό και ανερμάτιστο παιδαγωγικό πείραμα, το οποίο είχε θύματα δεκάδες χιλιάδες μαθητές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1999, τελευταία χρονιά εφαρμογής του παλαιού συστήματος, αποφοίτησαν από τούς τρεις τύπους λυκείου (Γενικό, Τεχνικό, Πολυκλαδικό) 117.000 μαθητές. Δύο χρόνια μετά αποφοίτησαν 70.000 μαθητές από το Ενιαίο Λύκειο και περίπου 15.000 από το β' κύκλο των ΤΕΕ. Άθροισμα, δηλαδή, 85.000. Χρησιμοποίησα προηγουμένως παρελθόντα χρόνο για τη «μεταρρύθμιση Αρσένη» γιατί στην πραγματικότητα, ύστερα από αλλεπάλληλες εκπτώσεις τόσο του ίδιου του κ. Αρσένη όσο και του κ. Ευθυμίου, έχει αλλοιωθεί ουσιαστικά ο βασικός πυρήνας του Ν. 2525.

«Ελεύθερος Τύπος»: Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι αλλαγές που αλλοίωσαν το βασικό πυρήνα του νόμου της «μεταρρύθμισης»;

Αντ. Αντωνάκος: Σημαντικότερές από τις αλλαγές αυτές θεωρώ την κατάργηση της υποχρεωτικής προσμέτρησης της βαθμολογίας της Β' Λυκείου, την κατάργηση του νομοθετηθέντος αλλά ουδέποτε εφαρμοσθέντος τεστ δεξιοτήτων, τη σημαντική μείωση τόσο των εξεταζόμενων μαθημάτων όσο και της ύλης, την έστω και μερική επαναφορά του θεσμού των μετεξεταστέων και τη μείωση του συντελεστή της προφορικής βαθμολογίας. Παρ' όλα αυτά, το λύκειο εξακολουθεί να είναι εγκλωβισμένο στη διαδικασία επιλογής για τα πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να συνθλίβεται ο αυτόνομος μορφωτικός και παιδαγωγικός ρόλος που θα έπρεπε να έχει.

«Ελεύθερος Τύπος»: Πόσο μακράν των αισιόδοξων προβλέψεων του υπουργού Παιδείας βρίσκεται η πραγματική εικόνα των σχολείων κατά την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς;

Αντ. Αντωνάκος: Εάν κάποιος κατέγραφε τις δηλώσεις των υπουργών Παιδείας της τελευταίας δεκαετίας, θα παρατηρούσε τη μονότονη επανάληψη των αισιόδοξων διαβεβαιώσεων ότι τα προβλήματα της προηγουμένης χρονιάς έχουν αντιμετωπιστεί κατ ότι έ­χει εξασφαλιστεί η απόλυτη κάλυψη των σχολείων σε κτίρια, σε μέσα, σε εκπαιδευτικούς και σε βιβλία. Δυστυχώς για την ελληνική νεολαία, το ίδιο μονότονα με τις υπουργικές εξαγγελίες, η πραγματικότητα επιμένει να τις διαψεύδει. Έτσι, κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται η σκληρή πραγματικότητα των περίπου 250.000 μαθητών που φοιτούν σε διπλή βάρδια, σε ακατάλληλα κτίρια, χωρίς εργαστήρια και εποπτικά μέσα. Επαναλαμβάνεται το απαράδεκτο φαινόμενο της απώλειας εκατοντάδων χιλιάδων διδακτικών ωρών λόγω της έλλειψης εκπαιδευτικών. Επαναλαμβάνεται το φαινόμενο της έλλειψης ή της καθυστερημένης διανομής των σχολικών βιβλίων. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να συμμεριστούμε την αισιοδοξία του υπουργού Παιδείας, γιατί στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτε για να αντιμετωπιστεί ριζικά και αποτελεσματικά η παραπάνω κατάσταση. Και αν ποσοτικά έγιναν κάποια βήματα που δημιουργούν μια βελτιωμένη εικόνα σε ό,τι αφορά στους αριθμούς, αυτό δεν πρέπει να μας καθησυχάζει, αφού το πρόβλημα του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι κυρίως ποιοτικό.

Αυτό που προκαλεί εντύπωση, ιδιαίτερα από μια κυβέρνηση η οποία επικαλείται κατά κόρον την παγκοσμιοποίηση για να δικαιολογήσει τις επιλογές της είναι το ότι δεν αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να συγκρινόμαστε με τον περσινό χειρότερο εαυτό μας και να πανηγυρίζουμε για κάθε μικρή βελτίωση. Σ΄ ένα διεθνοποιημένο τοπίο, αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τη χώρα μας η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της. Δεν αρκεί να συγκλίνουμε εκπαιδευτικά με τις προηγμένες χώρες, πρέπει να μπούμε στην πρωτοπορία. Για να γίνει αυτό πρέπει να αρνηθούμε το κακό μας εαυτό και να αλλάξουμε νοοτροπία. Οι αυθαιρεσίες, οι πειραματισμοί και η μονομέρεια της εκπαιδευτικής πολιτικής πρέπει να σταματήσουν. Η εικόνα της δημόσιας αντιδικίας του πρώην και του νυν υπουργού Παιδείας, παρά το ότι προέρχονται από το ίδιο κόμμα, είναι χαρακτηριστική. Ένα κόμμα, ο ίδιος πρωθυπουργός, δύο υπουργοί, δύο αντιτιθέμενες πολιτικές. Πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό ότι η εκπαίδευση είναι εθνική υπόθεση.

«Ελεύθερος Τύπος»: Τι προτείνετε;



Αντ. Αντωνάκος: Απαιτείται, λοιπόν, καταρχήν να ξεφύγει η εκπαιδευτική πολιτική όχι μόνο από το στενό ορίζοντα της αυθεντίας του εκάστοτε υπουργού Παιδείας, αλλά και από την κομματική περιχαράκωση, και να αποκτήσει υπερκομματικό και εθνικό χαρακτήρα. Τέλος, οι ιδιαιτερότητες της γεωγραφικής θέσης και οι στρατιωτικές δαπάνες πρέπει να σταματήσουν να είναι το άλλοθι για την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Δεν είναι δυνατόν, επειδή η εκπαίδευση δεν αποτελεί εύφορη κοιλάδα για τη «διαπλοκή», να συντηρείται μόνο με το 3,5% του Α.Ε.Π., όταν ο μέσος όρος των αντίστοιχων δαπανών τόσο των χωρών της Ε.Ε. όσο και του Ο.Ο.Σ.Α. είναι 5%.

 

1-10-2001

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ