Εκτύπωση
Κατηγορία: Αρθρογραφία
Εμφανίσεις: 1613

 

Για ποιο κράτος μιλάμε;

του Αντώνη Αντωνάκου

Γ. Γραμματέα της ΟΛΜΕ

Τα γεγονότα της Αλβανίας, η κρίση στη Ρωσία και η δραματική κατάσταση στην Ουκρανία, αναδεικνύουν με τον πλέον εναργή τρόπο την καθοριστική σημασία της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους, χωρίς την οποία οποιαδήποτε εξωτερική βοήθεια και στήριξη οικονομική ή άλλης μορφής είναι αδύνατον να αξιοποιηθεί.

 Στην Ελλάδα, αν και ασφαλώς καμία σύγκριση δεν υφίσταται με τις προαναφερθείσες χώρες όσον αφορά την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, ωστόσο δεν υπάρχει και καμία σύγκριση με τις χώρες εκείνες οι οποίες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης, δηλαδή τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Σε αυτή την ελλειμματική λειτουργία της ελληνική δημόσιας διοίκησης θα πρέπει να αναζητηθούν κατά μέγιστο μέρος τα αίτια της καθυστέρησης της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

 

Το παράδοξο είναι ότι ενώ γίνεται εκτεταμένη αναφορά στην έκταση του κράτους και ενώ προβάλλεται η αναγκαιότητα σαφούς περιορισμού των δραστηριοτήτων του, μικρή σχετικά αναφορά γίνεται στην ποιότητα των υπηρεσιών του. Με άλλα λόγια, ενώ, εδώ και χρόνια μας απασχολεί και καλώς το "πόσο κράτος", μας απασχολεί πολύ λιγότερο και εντελώς επιφανειακά ένα ερώτημα, αν όχι σημαντικότερο, το ίδιο σημαντικό. Το ερώτημα "ποιο κράτος";

Γιατί μπορεί σε κάποιο βαθμό η αποδοτικότητα του κράτους να επηρεάζεται και από το μέγεθός του, οι λόγοι όμως στους οποίους οφείλεται η αναχρονιστική λειτουργία του είναι κατά κύριο λόγο άλλοι.

Θα πρέπει δε αυτοί οι λόγοι να αναζητηθούν κυρίως στην πολιτική ομηρία την οποία υφίσταται το κράτος από της ιδρύσεώς του και μέχρι σήμερα από το πολιτικό προσωπικό της χώρας.

Ομηρία, η οποία δυστυχώς, έγινε καταλυτική μετά το 1981, όταν αντί το κράτος να απεγκλωβιστεί από τις παλαιοκομματικές στρεβλώσεις, υποδουλώθηκε εντελώς στις κομματικές σκοπιμότητες οι οποίες επενδύθηκαν ιδεολογικά με την λενινιστική αντίληψη: "Αφού το κόμμα είναι στην υπηρεσία του λαού, το κράτος οφείλει να είναι στην υπηρεσία του κόμματος".

Έτσι, όχι μόνο προσελήφθη ένας τεράστιος κομματικός στρατός, ο οποίος αριθμεί εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, αλλά ταυτοχρόνως καταλύθηκε και η μόνιμη ιεραρχία και τη θέση της κατέλαβαν οι κομματικοί κομισάριοι.

Με αυτόν τον τρόπο, όχι απλώς οι πολιτικές αποφάσεις, αλλά και η διαχείριση υποτάχθηκε στον πλήρη κομματικό έλεγχο και τις σκοπιμότητές του.

Όταν λοιπόν αναζητούνται τα αίτια της αδυναμίας του κράτους να απορροφήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Όταν οργιζόμαστε με τις κακής ποιότητας, κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους (παιδεία - υγεία κ.λπ.), θα πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι είναι αυτή η υποταγή του στην κομματική νομενκλατούρα που ευθύνεται. Όταν, τέλος, κάτω από την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περιορισμό των προσλήψεων αναγκάζεται η κυβέρνηση να περιορίσει το όργιο του κομματικού ρουσφετιού στο οποίο επιδόθηκε τα προηγούμενα δεκαπέντε χρόνια, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την "εκσυγχρονιστική" υποκρισία της, αφού την ίδια στιγμή, όχι απλώς δεν περιορίζει τη δράση των κομματικών κομισάριων, αλλά και τους στηρίζει και τους ενισχύει.

Έτσι, τελικά, δεν έχει τόση σημασία ο σχετικά ασήμαντος περιορισμός του κράτους, όταν την ίδια στιγμή η δημόσια διοίκηση παραμένει παράλυτη κάτω από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της κομματικής νομενκλατούρας.

Εάν δεν προωθηθεί μία βαθιά θεσμική μεταρρύθμιση, η οποία θα κατοχυρώσει την ανεξαρτησία της δημόσιας διοίκησης, μεταφέροντάς της ταυτοχρόνως και σημαντικές ευθύνες και αρμοδιότητες δεν πρόκειται να υπάρξει πραγματική πρόοδος.

 

ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ

16-9-98