Αντρέας 5. 

Ε. Ο «λαός στην εξουσία» ή «η κρυφή γοητεία του λαϊκισμού».

Έτσι λοιπόν μετά από «αγώνες» 40 χρόνων το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Η διαδρομή από την «συνομωσία» των Τροτσκιστών του Κολεγίου μέχρι το θρίαμβο της «Αλλαγής» και του «τρίτου δρόμου για το Σοσιαλισμό» ήταν μεγάλη αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ιδιαίτερα επώδυνη για τον πρωταγωνιστή της. Μόνο κάτι σκίαζε την ώρα του θριάμβου, υπήρχε ένας μεγάλος απών και χωρίς την παρουσία του ο θρίαμβος έχανε σε λάμψη. Ίσως έχανε το βαθύτερο νόημα του. Η αναγκαία για το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα «πατροκτονία» δεν μπορούσε πια να συντελεστεί.

Ο Αντρέας στην πραγματικότητα ήταν ο πιο ισχυρός κυβερνήτης που είχε η Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Αυτό δεν οφειλόταν στο 48%, άλλωστε αυτό το ποσοστό είχε ξεπεραστεί στο παρελθόν, αλλά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αφορούσαν αφ’ ενός τα στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και αφ’ ετέρου τους οπαδούς του. Όσον αφορά τα πρώτα είναι χαρακτηριστική η φράση ενός στενού συνεργάτη του: «αν δεν ήταν ο Ανδρέας δεν θα μας ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας», η οποία ίσχυε απόλυτα για την μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών του. Επομένως κανένας στο κόμμα δεν είχε το ανάστημα να αντιταχθεί στην απόλυτη εξουσία του. Ίσως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που δεν επεδίωξε την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου μετά τη Μεταπολίτευση.

Αυτό όμως που στην ουσία τον έκανε πανίσχυρο, ήταν η σχέση που είχε αναπτύξει με τους οπαδούς του. Μια σχέση απόλυτης αφοσίωσης, πίστης και φανατισμού. Για να το πετύχει δεν δίστασε να πολώσει και να διχάσει την κοινωνία απευθυνόμενος στα χειρότερα ένστικτα και όχι στη λογική μιας μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας. Το «απόψε πεθαίνει η Δεξιά» που δονούσε τις προεκλογικές συγκεντρώσεις φούσκωνε τα στήθη και τα μυαλά του πλήθους που είχε μετατραπεί σε όχλο, πιστεύοντας ότι αποτελούσε όχι τόσο τους αδικημένους αλλά μάλλον τους «πεφωτισμένους», ένα είδος «περιούσιου λαού» που είχε «δωριθεί» με την «εξ αποκαλύψεως αλήθεια». Έτσι οπλισμένοι με την αλαζονεία που τους έδινε η βεβαιότητα της, ηθικά και πνευματικά, πολιτικής υπεροχής τους δημιούργησαν ή ανέχθηκαν να κυριαρχήσει το είδος του κομματικού στελέχους που εκείνη την περίοδο είχε χαρακτηριστεί ως «πρασινοφρουρός». Ένας εξωθεσμικός αλλά πανίσχυρος παράγοντας εξουσίας πρωτοφανής για τα δημοκρατικά δεδομένα.

Η ανάλυση των βασικών επιπτώσεων της διακυβέρνησης της χώρας από την «Αλλαγή» θα εκτεθεί στη συνέχεια σε τομείς. Συγκεκριμένα θα γίνει μια προσπάθεια προσέγγισης των επιπτώσεων στους τομείς της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων, της Δημόσιας Διοίκησης και τέλος στην κοινωνία.

α) Οικονομία: Ο Ανδρέας παρέλαβε μια οικονομία η οποία όχι μόνο δεν είχε σοβαρά προβλήματα αλλά ήταν σε φάση απογείωσης. Η Ελλάδα, έχοντας μόλις γίνει το 10ο μέλλος της Ε.Ε., είχε τη δυνατότητα να προσελκύσει τεράστιο όγκο επενδύσεων. Το Δημόσιο χρέος δεν ξεπερνούσε το 30% του Α.Ε.Π. και η ανεργία ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη (γύρω στο 2%). Το κύριο κύμα της πετρελαϊκής κρίσης λόγω της επανάστασης στο Ιράν είχε απορροφηθεί και οι τιμές του πετρελαίου είχαν αρχίσει να μειώνονται. Όπως σημειώνει ο Ανδρέας Λοβέρδος[1]: «…Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν ήταν η φτωχή χώρα του παρελθόντος. Ήδη από τη δεκαετία του 1950 είχε εισέλθει οικονομικά σε νέο στάδιο. Χάρη στη συμμαχική βοήθεια, την ανάπτυξη του τουρισμού και της ναυτιλίας και την περιορισμένη αλλά αξιόλογη εκβιομηχάνιση που συντελέστηκε μεταπολεμικά, ευρέα στρώματα του πληθυσμού απολάμβαναν, σιγά-σιγά, συνθήκες σχετικής ευμάρειας. Μια αριθμητικά ισχυρή μεσαία τάξη είχε έλθει στα πράγματα…».

Αντί όμως η χώρα να ακολουθήσει την πορεία ανάπτυξης και να απογειωθεί αυτό που συμβαίνει είναι η αποδόμηση της οικονομίας. Σημειώνει στο ίδιο κείμενο ο Λοβέρδος ότι: «…Η υποθήκευση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας «έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία [...] ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του 'λαού' με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια» (Παναγιώτης Κονδύλης, 1992). Ο λαϊκισμός, λοιπόν, έγινε βασικό στοιχείο όχι μόνο της ρητορείας των κομμάτων, αλλά και της δράσης των συνδικάτων, των κοινωνικών φορέων, των ομάδων πίεσης, των συντεχνιών και των Μ. Μ. Ε…».

Υιοθετώντας το κείμενο του Π. Κονδύλη, ο Λοβέρδος αποδέχεται ότι «υποθηκεύθηκαν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας» και αυτό έγινε από το 1980 μέχρι το 1992 (αφού τότε έχει γραφεί το σχετικό κείμενο). Άρα η «εκάστοτε πολιτική ηγεσία» στην οποία αναφέρεται το κείμενο είναι τελικά η εξής μία, ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Ο Θ. Παπανδρόπουλος περιγράφει σε κείμενο του[2] μια συνάντηση που έγινε σε ταβέρνα τον Φεβρουάριο του 1981, δηλαδή 9 μήνες πριν την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία. Μεταξύ των συνδαιτυμόνων ήταν, εκτός από τον Ανδρέα, ο Γεράσιμος Αρσένης. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο:  «…Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι σίγουρος για την εκλογική νίκη του “Κινήματος” στις εκλογές του Οκτωβρίου και η συζήτηση είναι πού θα βρεθούν τα απαραίτητα κεφάλαια για να μοιραστούν […] “Πρόεδρε, δεν υπάρχει πρόβλημα”, λέει ο Γεράσιμος Αρσένης, μετέπειτα τσάρος της οικονομίας, στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. “Το διεθνές σύστημα”, επιμένει, “έχει μεγάλη ρευστότητα και θα βρούμε αρκετό χρήμα να φέρουμε στην Ελλάδα. Εξάλλου, τα επιτόκια είναι χαμηλά, όπως και το ελληνικό δημόσιο χρέος. Υπάρχουν έτσι περιθώρια να αντιμετωπίσουμε και αιτήματα για παροχές […]”.

“Δηλαδή λεφτά υπάρχουν Μάκη”, τονίζει ευχαριστημένος ο Ανδρέας Παπανδρέου. “Θα μπορέσουμε έτσι να δείξουμε στον λαό ότι μοιράζουμε χρήμα. Ποιος ποτέ θα μάθει ότι αυτό είναι δανεικό… Θα λέμε σε όλους τους τόνους ότι είναι το χρήμα του κατεστημένου, που τώρα ανήκει στους Έλληνες…”, προσθέτει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και δείχνει να απολαμβάνει το ουίσκι που πίνει.»!!!

Μπορεί αυτή η αφήγηση να ξενίζει –όχι μόνο τους φίλους αλλά και τους εχθρούς του Ανδρέα- με τον αμοραλισμό της, όμως για όποιον ψύχραιμα μελετήσει όλη τη διαδρομή του θα καταλήξει ότι κατά πάσα πιθανότητα είναι ακριβής γιατί ταιριάζει απόλυτα στον ψυχισμό του. Άλλωστε ο στενός κύκλος των συνδαιτυμόνων (Α. Παπανδρέου, Ά. Τσοχατζόπουλος, Γ. Αρσένης, Κ. Βαΐτσος, Β. Παπανδρέου, Μ. Κουτσόγιωργας, Ν. Πέρκιζας), φανερώνει ότι η «διαρροή» έγινε από άνθρωπο του στενού του περιβάλλοντος.

Η σημαντικότερη επιβεβαίωση όμως προκύπτει από την υλοποίηση αυτής της «πολιτικής» από την κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. την δεκαετία του 80. Πραγματικά όπως γράφει ο Παπανδρόπουλος: «την περίοδο 1981-1985, […] η Ελλάδα δανείστηκε από το εξωτερικό περί τα 50 δισ. δολάρια, παράλληλα δε εισέπραξε και άλλα 26 δισ. δολάρια από κοινοτικές επιδοτήσεις. […] το δημόσιο χρέος της, από 28% του ΑΕΠ το 1980, είχε εκτιναχθεί στο 47,8% στα τέλη του 1985[2]. Είχε, δηλαδή, σχεδόν διπλασιασθεί χωρίς να γίνει στη χώρα ούτε ένα έργο! Αντιθέτως, η κατανάλωση είχε πάει στα ύψη, με αποτέλεσμα την αλματώδη άνοδο του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου έφθασε να αντιπροσωπεύει το 14,5% του ΑΕΠ και να είναι το υψηλότερο κατά κεφαλήν στον κόσμο!».

Με άλλα λόγια, ενώ εκτινάχθηκε ή ζήτηση, η παραγωγή δεν την ακολούθησε, με αποτέλεσμα η εισαγωγή αγαθών να καλύψει την καταναλωτική «βουλιμία» που άρχισε να αναπτύσσεται. Αυτό ήταν, το απόλυτα φυσιολογικό, αποτέλεσμα αφ’ ενός μεν της απότομης αύξησης της ρευστότητας και αφ’ ετέρου του απόλυτα εχθρικού κλίματος -απέναντι στην επιχειρηματικότητα- που είχε διαμορφωθεί κατά την περίοδο της «Αριστερίστικης» αντιπολίτευσης της περιόδου 1974-1981 το οποίο συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ένταση όταν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έγινε εξουσία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο δεν δημιουργήθηκαν νέες επιχειρήσεις, αλλά και οι υπάρχουσες αντί να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν –οδηγούμενες από την αυξημένη ζήτηση- αναγκάστηκαν κατά χιλιάδες να «βάλουν λουκέτο», αφού η εκτίναξη του κόστους παραγωγής και τα υπόλοιπα εμπόδια που τους δημιουργούσε ένας φανατισμένος μηχανισμός εξουσίας καθιστούσαν προβληματική την επιβίωσή τους. Σε αυτό ασφαλώς συντελούσε αρκετές φορές και η ανερμάτιστη και κοντόφθαλμη ηγεσία των εργαζομένων. Η περίπτωση του εργοστασίου της Pirelli είναι ένα αρκετά χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Αντί λοιπόν η Ελλάδα, ως 10ο μέλλος της Ε.Ε., να αποτελέσει νέο πόλο επενδύσεων και να αναπτυχθεί η οικονομία της, οδηγήθηκε στη στασιμότητα και στην αποβιομηχάνιση. Γιατί τα χαρακτηριστικά αυτής της στασιμότητας ήταν ιδιαίτερα αρνητικά αφού σημειώθηκε σε βάρος κυρίως του δευτερογενούς τομέα ο οποίος συρρικνώθηκε. Οι μεγάλες και οι μεσαίες βιομηχανίες, οι οποίες είχαν με δυναμικό τρόπο αναπτυχθεί τα προηγούμενα 30 χρόνια, έκλειναν η μία μετά την άλλη και η -ανύπαρκτη την προηγούμενη δεκαετία- ανεργία άρχισε να αποτελεί μόνιμη κατάσταση στο χώρο της εργασίας.

Πριν συμπληρωθούν 4 χρόνια διακυβέρνησης της «Αλλαγής» η χώρα έφθασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε στον Ανδρέα ο διορισμένος από τον ίδιο πρόεδρος της Τραπέζης της Ελλάδος[3].

Αποτέλεσμα αυτού του «σήματος κινδύνου» ήταν μετά τις εκλογές του 85 -το βασικό προεκλογικό σύνθημα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν για «ακόμα καλύτερες μέρες» δηλαδή πιο ξέφρενο «πάρτι»- για μια διετία ακολουθήθηκε σχετικά πιο συνετή πολιτική η οποία «έσωσε την παρτίδα» απομακρύνοντας προσωρινά τον κίνδυνο της άμεσης χρεωκοπίας. Όμως, «συνεπής προς τον εαυτό του» ο Ανδρέας, μετά από 2 χρόνια σχετικής σύνεσης επανέφερε την πολιτική της δημοσιονομικής κραιπάλης η οποία σηματοδοτήθηκε από το σύνθημα «Τσοβόλα δώστα όλα». Γιατί, με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα,  για τον Ανδρέα το χειροκρότημα της πλατείας και η εξουσία ήταν αυτοδικαίωση και αυτοσκοπός. Ο Ανδρέας Λοβέρδος στο κείμενο του «Θέσεις για την Νέα Ελληνική Ανόρθωση» –εκ των υστέρων είναι αλήθεια- διαπιστώνει ότι: «…Μικρό μόνο μέρος αυτού του πακτωλού διοχετεύτηκε στην παραγωγική οικονομία. Γεωργία και μεταποίηση συρρικνώθηκαν σταθερά μετά το 1980, η χώρα αποβιομηχανοποιήθηκε, η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε. Κανείς κλάδος της οικονομίας δεν αναπτύχθηκε όσο θα επέτρεπε, με μια μέτρια έστω απόδοση αυτών των χρημάτων. Το μεγαλύτερο μέρος τους διαχύθηκε μέσω του κράτους απευθείας στην ιδιωτική κατανάλωση, ιδίως εισαγώγιμων προϊόντων…».

Την κατάσταση της οικονομίας πριν καν’ συμπληρωθούν 8 χρόνια αποτυπώνει με δραματικό τρόπο σε υπόμνημα[4] που έστειλε στις 10/6/88 ο Απόστολος Λάζαρης στον Α. Παπανδρέου. Σε αυτό ο πρώτος Υπουργός Συντονισμού του ΠΑΣΟΚ αναφερόμενος στην οικονομική κατάσταση και στη επταετία που είχε μεσολαβήσει επεσήμαινε:

«Το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής» έγραφε ο κ. Λάζαρης «ήταν η ραγδαία αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μέσα σε οκτώ χρόνια ο συνολικός κρατικός προϋπολογισμός πενταπλασιάστηκε (από 625 δισ. δρχ. το 1981 σε 3,2 τρισεκατομμύρια το 1988). Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επέκταση αυτή έγινε σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας, αφού κατά την επταετία η αύξηση του πραγματικού εθνικού εισοδήματος δεν ξεπερνά το 7% (δηλαδή 1% ετησίως)».

Στο ίδιο υπόμνημα σημείωνε:

«Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση φτάσαμε λόγω των ανεξέλεγκτων αυξήσεων των δημοσίων δαπανών κατά τα προηγούμενα χρόνια. Και το πρόβλημα τώρα είναι ότι δεν μπορούμε πια εύκολα να ελέγξουμε την κατάσταση, γιατί μπήκε ήδη σε λειτουργία ο αυτόματος πιλότος του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών[5] κονδυλίων, που επηρεάζουν αυτόνομα τη διαμόρφωση του προϋπολογισμού, ανεξάρτητα, δηλαδή, από την κυβερνητική βούληση».

Αυτή η μαρτυρία είναι συγκλονιστική. Γιατί υπάρχουν κάποιοι που ακόμα και σήμερα αμφιβάλουν για τον πραγματικά κύριο υπαίτιο της πορείας της οικονομίας προς τη χρεωκοπία. Τι είπε ο κύριος Λάζαρης στον Ανδρέα: «μπήκε (σ.σ. δηλαδή βάλαμε) σε λειτουργία τον αυτόματο πιλότο του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών κονδυλίων»!!! και πηγαίνουμε γραμμή για τα βράχια.

Οι προειδοποιήσεις από την Ε.Ε. ήταν συνεχείς και δραματικές. Αξίζει να επισημανθούν δύο εκείνης της περιόδου. Αυτή του αρμόδιου επιτρόπου της ΕΟΚ Χένινγκ Κριστόφερσεν ο οποίος τον Φεβρουάριο του 1989 μιλούσε για «επικίνδυνο κατήφορο» και μας καλούσε να «προλάβουμε την έκρηξη»[6] και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ ο οποίος με επιστολή του, στις 19 Μαρτίου 1990, στον τότε πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα επεσήμαινε, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο αποκλεισμού της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση[7].

Ένα σημείο που αξίζει να κρατήσουμε από αυτή την επιστολή είναι ότι το έλλειμμα (χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου) το 1985 ήταν 18%!!! και ότι η «περιοριστική» πολιτική της διετίας 86-87 το είχε περιορίσει στο 13,5% του Α.Ε.Π. για να εκτιναχθεί και πάλι στα ύψη από την ανεύθυνη πολιτική του «Τσοβόλα δώστα όλα». Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι αυτό τα καταστροφικά ελλείμματα έγιναν είχαν διαρθρωτικό (μόνιμο) και όχι συγκυριακό χαρακτήρα και πραγματοποιούνταν σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής ομαλότητας.

β) Διεθνείς σχέσεις: Τελικά που «ανήκει» η Ελλάδα;

Στην τοποθέτηση του Κ. Καραμανλή, που απλά επιβεβαίωνε την διαχρονική και στρατηγική γεωπολιτική τοποθέτηση της χώρας, ο Ανδρέας απάντησε με το κενό ουσιαστικού περιεχομένου λαϊκίστικο σύνθημα-σανό για αφελείς και «προοδευτικούς» πατριδοκάπηλους, «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες»!!! Φυσικά κανένας εντός και εκτός χώρας δεν αναρωτήθηκε ποτέ αν όντως ανήκει στους κατοίκους της –όπως και κάθε χώρα άλλωστε- όπως δεν αναρωτήθηκε και αν γεωγραφικά ανήκει στην Ευρώπη ή σε κάποια άλλη ήπειρο. Όμως διαχρονικά και στο παρελθόν, και όπως πια είναι αυτονόητο για την συντριπτική πλειοψηφία, και στο παρόν –παρά την κρίση- η Ελλάδα «ανήκει» και θέλει να ανήκει στο Δυτικό κόσμο. Δηλαδή εκεί που τελικά ανθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες που αποτελούν φωτεινό φάρο για όλο τον πλανήτη. Γιατί πέρα από αυτό, ήταν συνείδηση από την απελευθέρωση και μετά ότι  -παρά τα όποια προβλήματα τα οποία είναι σύμφυτα με τα κίνητρα που καθορίζουν τις διεθνείς σχέσεις και που δεν είναι άλλα από τα αμοιβαία συμφέροντα των χωρών αλλά και με τον εκάστοτε εντός κάθε συμμαχίας συσχετισμό δύναμης και ιδιαίτερων επιδιώξεων- τα πάγια συμφέροντα της Ελλάδας εξυπηρετούντο στο πλαίσιο της «Δύσης».

Η «πρώιμη» στρατηγική επιλογή της χώρας, να προτιμήσει την Ε.Ο.Κ. έναντι της Ε.Ζ.Ε.Σ. -αποτελώντας το πρώτο συνδεδεμένο μέλος (30/3/1961) με την εξαμελή[8] τότε κοινότητα- είχε κυρίως εθνικά και πολιτικά κριτήρια. Η ιστορία δικαίωσε αυτήν την επιλογή, έστω και αν το όραμα μιας ενιαίας ομόσπονδης Ευρώπης δεν έχει ολοκληρωθεί και σήμερα φαίνεται να κλονίζεται εκτός των άλλων και από τον αναδυόμενο αναχρονιστικό και ανιστόρητο εθνικισμό.

Αυτή τη στρατηγική επιλογή πολέμησε με πάθος ο Ανδρέας, προκαλώντας σημαντική βλάβη στην επιδίωξη της χώρας όχι απλά να ενσωματωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην Ευρωπαϊκή οικογένεια αλλά και να συμβάλλει, στο μέτρο των δυνατοτήτων της πάντοτε, στην όσο το δυνατόν ταχύτερη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Κυρίως όχι για να βρούμε νέες αγορές για τα προϊόντα μας, ούτε για τις διάφορες κοινοτικές ενισχύσεις, αλλά για να «θωρακίσουμε» τα εθνικά μας συμφέροντα απέναντι στις, εξ ανατολών κυρίως αλλά όχι μόνο, ξένες επιβουλές. Η Ελλάδα δεν επέλεξε την Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών αλλά το υπό διαμόρφωση όραμα μιας νέας κρατικής οντότητας που θα απομάκρυνε τον εφιάλτη των συγκρούσεων και του πολέμου.

Όπως είδαμε όμως και στο προηγούμενο (Ανδρέας 4, διακήρυξη ΠΑΚ) ο Ανδρέας ονειρευόταν συμμαχίες με τα «εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα»[9] της Ανατολικής Μεσογείου απορρίπτοντας τις στρατηγικές συμμαχίες της χώρας. Εκμεταλλεύεται, εκτός των άλλων, το πληγωμένο συναίσθημα ταπείνωσης και αδυναμίας του Ελληνικού λαού από το γεγονός ότι μια χώρα του ΝΑΤΟ (Τουρκία) εισέβαλε σε τρίτο κράτος (Κύπρο) χωρίς η Ελλάδα να έχει την δυνατότητα αντίδρασης και αποτροπής[10].

Όπως σημειώνουν τα ΝΕΑ το «φλερτ» του Ανδρέα με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ανατολικής Μεσογείου είχε ξεκινήσει από την εποχή της δικτατορίας[11]. Έτσι πηγαίνει στη Λιβύη για να συναντήσει τον Καντάφι –τον οποίο χαρακτηρίζει ως «ελευθερωτή και μεγάλη φυσιογνωμία της εποχής[12]» καθώς επίσης και «βασιλιά φιλόσοφο[13]»- κατ’ επανάληψη. Συγκρίνει το Λιβυκό καθεστώς με τη Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας[14]!!! Τον Φεβρουάριο του 1977 εκθειάζει τον Ίντι Αμίν Νταντά δικτάτορα της Ουγκάντα με τον οποίο συνεργάζεται ο Καντάφι. Για έναν από τους πιο στυγνούς δικτάτορες της Αφρικής[15] ο Ανδρέας αναφέρει ότι: «Μάχεται εναντίον των μητροπολιτικών κέντρων της Δύσης και ο ίδιος αποτελεί στόχο τους. Αυτό από μόνο του τον τοποθετεί, στην παγκόσμια σκακιέρα, στον χώρο των αντί-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων»!!!

Με τους ηγέτες της Ινδίας, της Σουηδίας, του Μεξικό, της Αργεντινής και της Τανζανίας!!! αγωνίζεται για την «παγκόσμια ειρήνη και τον αφοπλισμό των υπερδυνάμεων»[16]. Χαρακτηριστική είναι και αντίδραση που προκάλεσε η τοποθέτησή στον αγώνα των Πολωνών εργαζομένων για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνικά δικαιώματα. Συγκεκριμένα: «…Μια θέση του στον εξωτερικό τομέα, που επίσης έτυχε κριτικής από την αντιπολίτευση και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά μεγάλης υποστήριξης από την κομμουνιστική Αριστερά, ήταν η αποκήρυξη του κινήματος και των προσπαθειών του Πολωνού ακτιβιστή (και μετέπειτα προέδρου της Πολωνικής Δημοκρατίας) Λεχ Βαλέσα, έναντι του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία, και οι φιλικές σχέσεις με τον Στρατηγό Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι…»[17]. Ένα άλλο χαρακτηριστικό περιστατικό είναι αυτό που αφορά τη στάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην αντίδραση που προκάλεσε η «συμμετοχή» της Λιβύης σε τρομοκρατική επίθεση. Όπως αναφέρουν ΤΑ ΝΕΑ: «…η βόμβα στο αεροσκάφος της TWA επιδεινώνει το 1986 τις σχέσεις του Καντάφι µε τους ∆υτικούς, οι οποίοι βομβαρδίζουν τη Λιβύη. Το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ καταδικάζει την επίθεση…»[18].

Το 1984 κατεβάζει τον κόσμο του στους δρόμους να πανηγυρίσει για την «απομάκρυνση των βάσεων του θανάτου». Όπως σημειώνει ο Ριζοσπάστης «…Οι βάσεις είχαν γίνει για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το παραμύθι μιας «εθνικά ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής…». Όλη τη δεκαετία του 80 εμπαίζει τους οπαδούς του –και ορισμένους αθεράπευτα εύπιστους της Αριστεράς- με το θέμα των Βάσεων[19]. Ταυτόχρονα βέβαια δημιουργεί μια ακόμα εστία προβληματισμού και έντασης τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων της χώρας.

Τελικά ποια είναι η αποτίμηση της εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα; Όπως άλλωστε και σε κάθε πολιτική δραστηριότητα, τα πάντα η σχεδόν τα πάντα κρίνονται από το αποτέλεσμα. Αν αναρωτηθούμε ποιο ήταν τελικά το αποτέλεσμα όλης αυτής της «επαναστατικής γυμναστικής» που χαρακτήριζε την πολιτική του στις Διεθνείς σχέσεις –για την οποία λίγα μόνο χαρακτηριστικά στοιχεία σταχυολογήθηκαν- θα δυσκολευτούμε να του βάλουμε «θετικό πρόσημο». Ο Ανδρέας για τους «Ιθαγενείς» έκανε μια «υπερήφανη και ανεξάρτητη εθνική πολιτική». Για τους «μεγάλους» μάλλον είναι σαν το μικρό παιδί που γυρίζει γύρω-γύρω κάνοντας αταξίες για να τραβήξει την προσοχή τους[20].

Είναι γεγονός ότι δεν εκμεταλλεύτηκε την ευνοϊκή συγκυρία για να αναβαθμίσει τη θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο των σχηματισμών στους οποίους συμμετείχε η χώρα. Αντίθετα αποτέλεσε την πηγή διαρκούς όχλησης, σχετικής ανησυχίας και προβληματισμού. Οι διπλωματικοί ακροβατισμοί ο «πλατωνικός έρωτας» με τους αδέσμευτους, οι παρέες με τον Καντάφι και τις λοιπές «δημοκρατικές δυνάμεις» της Ανατολικής Μεσογείου, το όραμα του «Κάστρο της Μεσογείου» που φαίνεται ότι υπέφωσκε στα όνειρά του και καθοδηγούσε πολλές από τις ενέργειές του, είχαν σημαντικό κόστος για την αξιοπιστία και το κύρος της χώρας.

Όπως φανταζόταν τον εαυτό του ήρωα της λαϊκής εξέγερσης κατά της χούντας έτσι σαν πρωθυπουργός φαντάζεται ότι είναι ένας μεγάλος διεθνής ηγέτης από τις φυσιογνωμίες του «κινήματος των αδεσμεύτων»  και του «τρίτου κόσμου». Ενός κόσμου που θα αναδυθεί και θα αναγκάσει τις υπερδυνάμεις να αποδεχθούν μια «νέα τάξη πραγμάτων»!!! «Μπούρδες» που θα έλεγε και πάλι ο μακαρίτης ο Λεωνίδας Κύρκος[21]. Αλλά τελικά «μπούρδες» με κόστος.

γ) Δημόσια Διοίκηση-Κράτος. Δημοκρατία ή αυταρχισμός;  Κοινωνία ή αναρχία;

Αποδίδεται στην Hannah Arendt η φράση: «είμαι ευτυχής που έφυγα από έναν τόπο που κυβερνούν οι άνθρωποι και ήρθα εδώ που κυβερνούν οι θεσμοί». Λέγεται ότι την είπε όταν έφτασε στις Η.Π.Α. «δραπετεύοντας» από τη Ναζιστική Γερμανία και το Ολοκαύτωμα.

Ανεξάρτητα πάντως από το ποιος το είπε αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Στις Δημοκρατίες κυβερνούν οι θεσμοί, στα αυταρχικά και απολυταρχικά καθεστώτα κυβερνούν οι άνθρωποι.

Είναι αναγκαίο -υπό αυτό το πρίσμα της «πολιτείας» των θεσμών ή των ανθρώπων- να αναζητήσουμε τις παρεμβάσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, γενικότερα αυτού που ο απλός πολίτης αντιλαμβάνεται ως «κράτος». Μια από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης το 81 ήταν η κατάργηση της μόνιμης ιεραρχίας στο Δημόσιο και η αντικατάστασή της με κομματικούς εντολοδόχους. Εκτός από τα προβλήματα της άγνοιας ή ακόμα και της ανικανότητας –η εμπειρία και η ικανότητα αντικαταστάθηκαν από τα «κομματικά ένσημα»- αυτό που είχε ακόμα πιο μεγάλη σημασία ήταν η αντίληψη που διακατείχε την πλειοψηφία αυτών των στελεχών, ότι δηλαδή λειτουργούσαν ως «εντολοδόχοι του λαού» χωρίς να τους περιορίζουν οι νόμοι. Φυσικά όντας εντολοδόχοι του κόμματος ήταν κάτω από την προστατευτική του ομπρέλα και δεν τους άγγιζε εύκολα ο νόμος. Ακόμα και όταν έκαναν «ένα δωράκι 500 εκατομμυρίων» στον εαυτό τους. Πόσο μάλλον όταν «κατεδίωκαν» τους πολιτικούς αντιπάλους της «αλλαγής». Ενώ, για τους πολίτες, η «κομματική visa» ήταν προϋπόθεση, όπως δηλώνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ακόμα και για να πάρεις δάνειο από τις τράπεζες[22]. Η επιχείρηση της «άλωσης» από το κόμμα του κρατικού μηχανισμού έγινε κάτω από το επαναστατικό επιχείρημα του «ξηλώματος τους κράτους της Δεξιάς». Το γεγονός ότι, ακόμα και το 1982, στις συνδικαλιστικές εκλογές, σχεδόν σε όλους τους τομείς του Δημοσίου, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατακτούσε -αν όχι μόνο του, μαζί με το Κ.Κ.Ε.- την απόλυτη πλειοψηφία, διέψευδε το σύνθημα και τα σχετικά επιχειρήματα αλλά κανένας δεν του έδινε σημασία. Άλλωστε ως «γνήσιοι Μαρξιστές» είχαν το «ιδεολογικό ελεύθερο» από τον Λένιν, ο οποίος στο «Κράτος και Επανάσταση» διατύπωσε την «αρχή» ότι, αφού το κόμμα είναι του λαού και το κράτος οφείλει να λειτουργεί προς όφελος του λαού, το κόμμα πρέπει να είναι το κράτος.

Φυσικά θα ήταν λάθος να υποστηρίξει κάποιος ότι μέχρι τότε το κράτος λειτουργούσε άψογα. Αλλά αν λάβει κάποιος υπ’ όψιν του, το κοινωνικό υπόβαθρο, την προπολεμική αφετηρία του και τις μεταπολεμικές εκτροπές του εμφυλίου και της δικτατορίας, είχε διανυθεί ιδιαίτερα την περίοδο της αντιπολίτευσης μεγάλη απόσταση στο δρόμο του εκσυγχρονισμού. Η εξομάλυνση της πολιτικής ζωής, με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, την νομιμοποίηση του Κ.Κ., την επίλυση του πολιτειακού και την ψήφιση ενός πολύ σύγχρονου συντάγματος, είχε δημιουργήσει σταθερό έδαφος -το οποίο ενισχυόταν από την άνοδο του βιοτικού και του μορφωτικού επιπέδου του λαού- επάνω στο οποίο «χτισμένες» η Δημόσια Διοίκηση και το Κράτος είχαν σημειώσει σημαντικά βήματα προόδου. Αν συνεχιζόταν αυτή η εκσυγχρονιστική πορεία μετά το 81 η Ελλάδα –όντας ήδη μέλλος της Ε.Ο.Κ.- σε λίγα χρόνια θα αποκτούσε ένα κράτος που δεν θα είχε να ζηλέψει σε τίποτα τα αντίστοιχα της Δυτικής Ευρώπης.

Αντί γι’ αυτό το κράτος μετατράπηκε σε «λάφυρο» και σε όργανο επιβολής μιας «οιονεί ολοκληρωτικής κατάστασης» όπως αναφέρει ο Καστοριάδης. Με βασικό κήρυκα τον Ανδρέα και τον μηχανισμό του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (επικουρούμενοι πάντα από την Αριστερά) η κοινωνία «κακοποιήθηκε» αφού διαπαιδαγωγήθηκε με την αντίληψη ότι έχει μόνο δικαιώματα και καθόλου υποχρεώσεις. Διαπαιδαγωγήθηκε, ο λαός, με την πεποίθηση ότι για κάθε τι στραβό «φταίνε οι άλλοι». Τον πείσανε ότι «έχει πάντα δίκιο» όπως επισημαίνει –έστω και καθυστερημένα- ο Ανδρέας Λοβέρδος[23]. Τα συνθήματα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και «θα καταργήσουμε το νόμο (που δεν μας αρέσει εννοείται) στην πράξη», έγιναν η αγαπημένη «καραμέλα» όλων των κινητοποιήσεων. Φυσική συνέπεια αυτής της αντίληψης ήταν, μετά την εγκατάσταση του «λαού στην εξουσία», η Δημόσια Διοίκηση και το Κράτος να αποδιαρθρωθούν και η λογική της ανευθυνότητας να εξαπλωθεί σαν ανίατη ασθένεια σε όλες τις κρατικές δομές. Για να δοθεί δε στο λαό αυτή η «νέα αίσθηση της ελευθερίας», ο περιορισμός ή ακόμα και η κατάργηση των ελέγχων αποτέλεσε «στρατηγική επιλογή» του κινήματος, γεγονός που επέτρεψε στην «ασυδοσία του θράσους» να γίνει κυρίαρχος «κοινωνικός θεσμός». Η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, η καταπάτηση δημόσιας γης, η αυθαιρεσία σε κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής έγινε κανόνας. Ο εύκολος και άκοπος πλουτισμός αποτέλεσε κοινωνικό πρότυπο, αφήνοντας την δουλειά για «τα ρολόγια και τα κορόιδα».

Ο λαός ανυποψίαστος –ξεφαντώνοντας στα κατά Γιαννόπουλο «πολιτιστικά κέντρα»- εκχώρησε στην πραγματικότητα την εξουσία του, υποθηκεύοντας ταυτόχρονα το μέλλον του. Γιατί από άγνοια δεν κατανοούσε ότι οι θεσμοί υποχώρησαν μπροστά στη βουλιμία των ανθρώπων για εξουσία και προνόμια. Μαζί τους αποδυναμώθηκε η Δημοκρατία και ο αυταρχισμός, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο, γνώρισε ημέρες δόξας. Ταυτόχρονα αποδυναμώθηκε και η κοινωνία ως οργανωμένο σύνολο, αφού η αποδυνάμωση της λειτουργίας των θεσμών και η «απόσυρση» του κράτους από το ρυθμιστικό και ελεγκτικό του ρόλο και ο περιορισμός του σε «υπηρεσία ανεξάντλητων παροχών» ή ουδέτερου και αδιάφορου «παρατηρητή», τη μετέτρεψε εν πολλοίς σε «ακυβέρνητη πολιτεία».

δ) Κοινωνία-κοινωνικά πρότυπα, αξίες. Κοινωνική ιεραρχία.

Λέγεται ότι: «αν η εξουσία διαφθείρει ή απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Όταν λοιπόν επιδιώκεται η κατάκτηση της απόλυτης εξουσίας και στο βαθμό που αυτό επιτυγχάνεται μία από τις «μοιραίες» συνέπειες είναι η «απόλυτη διαφθορά». Η επιδίωξη της απόλυτης εξουσίας, μέσα από δημοκρατικούς δρόμους, μοιραία συνεπάγεται, για να εξασφαλισθεί η αναγκαία ανοχή, «αντιπαροχές» στο λαό. Επίσης συνεπάγεται «διανομή μερίσματος» για να υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι «το πάρτι» είναι συλλογικό. Για να αποδεχθείς υπουργούς που «δεν θα τους ήξερε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους», για να κάνεις αποδεκτούς ως «κορυφαίους» πολιτικούς εξυγιαντές τον Μένιο και τον Άκη, πρέπει να καταλυθεί το σύστημα αξιών και οι κοινωνικές σου ιεραρχήσεις. Πρέπει τα μπουζουξίδικα -κατά τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο «πολιτιστικά κέντρα»- να αποτελέσουν κοινωνικό must και το «γεννήθηκες για την καταστροφή» να υποκαταστήσει τον Εθνικό Ύμνο. Για να αποδεχθείς στα έδρανα της Βουλής -αντί για τους, Π. Κανελλόπουλο, Κ. Τσάτσο, Ε. Παπανούτσο, Γ. Πεσμαζόγλου κ.λπ.- να κάθονται και να «κορδακίζονται» φαιδρά και επικίνδυνα πρόσωπα πρέπει το δημοκρατικό και κοινωνικό σου αισθητήριο να έχει αμβλυνθεί.

Καθώς οι, έως χθες, ορκισμένοι εχθροί της Ε.Ο.Κ. μετατράπηκαν στο Ελληνικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Νομενκλατούρας -δίχως να εγκαταλείψουν την αντιευρωπαϊκή ρητορική τους- και επιδόθηκαν με ζήλο στο «ξεκοκάλισμα» των αγαθών της, για να δυναμώσουν το πελατειακό τους κράτος και να διαιωνίσουν την εξουσία τους «παρέδωσαν» στους κομματικούς μηχανισμούς, μέσω των επιδοτήσεων και των «συνεταιρισμών», το μεγαλύτερο μέρος των κοινοτικών ενισχύσεων. Για να θυμηθούμε και πάλι τον Ανδρέα Λοβέρδο αυτό είχε τα εξής αποτελέσματα: «…Γεωργία και μεταποίηση συρρικνώθηκαν σταθερά μετά το 1980, η χώρα αποβιομηχανοποιήθηκε, η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε…».

Με λίγα λόγια οι αρχές και οι αξίες που οδήγησαν την μεταπολεμική Ελλάδα στην έξοδο από τη φτώχεια και στην ανάπτυξη[24] εγκαταλείφθηκαν και στη θέση τους επιβλήθηκε ένας ανελέητος στην ανευθυνότητά του αβδηριτισμός.

Η διαδρομή μέχρι να φτάσεις σε αυτή την κατάσταση περνάει από τους δρόμους του δίχως φραγμούς λαϊκισμού που οδηγούν στον φανατισμό και μοιραία στο διχασμό της κοινωνίας. Αυτή η διαδρομή ακολουθήθηκε και οδηγηθήκαμε στην πόλωση και στα χωριστά καφενεία. Αναβίωσε το κλίμα του εμφυλίου αλλά αυτή τη φορά με διαφοροποιημένα στρατόπεδα. Το κύριο στρατόπεδο, που είχε αποτελέσει το αντίπαλο δέος κατά την κατοχή στον Ε.Λ.Α.Σ. προερχόταν από του Βενιζελικούς (Ε.Δ.Ε.Σ., 5/42 κ.λπ.). Επίσης πρωθυπουργοί κατά τα Δεκεμβριανά και κατά τον εμφύλιο ήταν προσωπικότητες από την αυτοαποκαλούμενη σήμερα «μεγάλη δημοκρατική παράταξη». Αυτός ο κόσμος είχε μετακινηθεί από τον Ανδρέα στο απέναντι στρατόπεδο, στο πλευρό της Αριστεράς. Έτσι με την υποστήριξή της μετατράπηκε η Ελλάδα σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε, «το τελευταίο κομμουνιστικό κράτος της Ευρώπης». Χαρακτηριστικά κορυφαίο γεγονός, είτε των σκοτεινών ψυχολογικής φύσεως παρορμήσεων, είτε του ακραίου πολιτικού αμοραλισμού του, ήταν η εκλογή με το ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. του πρώτου Προέδρου της Κυβέρνησης του Βουνού Μάρκου Βαφειάδη[25]. Ο «καπετάν Μάρκος» 4 μέρες μετά την ανάληψη της Προεδρίας (23/12/1947) με κυβερνητική απόφαση (27/12/1947)είχε ουσιαστικά καταδικάσει σε θάνατο, χαρακτηρίζοντάς τους ως «αρχιεγκληματίες» (τους παρέδιδε στην κρίση -όχι με βάσει νόμους αλλά «κατά συνείδηση» σύμφωνα με άλλη απόφαση της κυβέρνησης του- των «λαϊκών δικαστών»), 18 πρόσωπα μεταξύ των οποίων τους: Θ. Σοφούλη, Π. Κανελλόπουλο,  Σ. Βενιζέλο και τον ίδιο του τον πατέρα, Γεώργιο Παπανδρέου.

ε) Επίλογος.

«…Η επιθυμία για δύναμη και εξουσία δεν είναι χαρακτηριστικό των δυνατών, αλλά -όπως ο φθόνος και η πλεονεξία- είναι ελάττωμα των αδύναμων ψυχών και, συχνά, πολύ επικίνδυνο…». Hannah Arendt 

Η διαδρομή του Ανδρέα ουσιαστικά τελείωσε άδοξα το 1989. Μπορεί το λάθος ή οι σκοπιμότητες των αντιπάλων του, με την παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο, να τον διέσωσαν -αφού επιτρέποντάς να εμφανισθεί ως διωκόμενος συσπείρωσε γύρω του τους πιστούς οπαδούς του ΠΑ.ΣΟ.Κ.- αλλά παρά το θριαμβευτικό 47% του 1993 ο επίλογος είχε γραφτεί. Η αθώωσή του με μία ψήφο διαφορά δεν έχει σημασία όπως δεν θα είχε σημασία και μια ενδεχόμενη καταδίκη του. Όπως η καταδίκη δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι κάποιος είναι ένοχος έτσι και η αθώωση δεν συνεπάγεται απαραίτητα την αθωότητα του. Είναι γεγονός ότι υπήρξε τεράστιο σκάνδαλο για το οποίο οι ένοχοι ήταν τελικά ο εξής ένας... Ο Κοσκωτάς. Είναι γεγονός ότι εκλάπησαν τεράστια ποσά. Τα οποία ακόμα αγνοούνται, όπως αγνοείται και ο αποφυλακισθείς μετά από μια δεκαετία περιορισμένης διαβίωσης ένοχος. Είναι γεγονός ότι επιχειρήθηκε χειραγώγηση του τύπου και δεν ήταν η πρώτη αντιδημοκρατική αλλά ανεπιτυχής προσπάθεια. Ήταν στους σταθερούς στόχους του Ανδρέα στο πλαίσιο της επιδίωξης του για απόλυτη εξουσία. Όπως ήταν και τα «νέα τζάκια», όραμα που υλοποιήθηκε από τους επιγόνους του τη δεκαετία του 90. Δεν έχουν σημασία όλα αυτά γιατί «τους πρωθυπουργούς δεν τους πας στα δικαστήρια. Τους στέλνεις στο σπίτι τους».

Αν δεν είχαν διαπράξει αυτό το λάθος οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ανδρέα το «δικαστήριο της κοινωνίας» θα είχε ασχοληθεί με τα πραγματικά μεγάλα «εγκλήματά» του. Αυτά που επιχειρήθηκε να εκτεθούν στο παρόν κείμενο. Η διαπίστωσή του το 1993 ότι: «ή το Έθνος θα δαμάσει την υπερχρέωση ή η υπερχρέωση θα καταστρέψει το Έθνος» θα είχε αξία αν συνοδευόταν από μια ξεκάθαρη ομολογία ημαρτημένων. Γιατί αυτός ήταν αν όχι ο απόλυτος τουλάχιστον ο βασικότατος ένοχος για τη δημιουργία του χρέους και της ανελαστικότητας όχι μόνο των δαπανών αλλά και της στρεβλωμένης εξ αιτίας του κοινωνικής νοοτροπίας.

Η διαμάχη των φυσικών κληρονόμων του γύρω από το «κωλόσπιτο» της Εκάλης και την βίλλα Μινέικο έχουν μικρότερη οικονομική σημασία. Αλλά αν ο «ηγέτης» οφείλει να δίνει πρώτος το παράδειγμα και να αποτελεί υπόδειγμα για τους πολίτες, είναι γεγονός ότι αυτό το παράδειγμα δεν το έδωσε. Το αντίθετο μάλιστα. Αν ο ηγέτης οφείλει να περιβάλλεται από τους «άριστους» και όχι από αυλοκόλακες και στοιχεία της ποιότητας του Μένιου ή του Άκη, είναι γεγονός ότι αυτό δεν το έκανε. Μάλλον έκανε το ακριβώς αντίθετο. Αν ένας ηγέτης οφείλει να μάθει να «άρχεται» και όχι να υποκύπτει, αυτό δεν το έκανε. Αντίθετα επαναστατούσε «χωρίς αιτία» και υπέκυπτε «χωρίς δυσκολία». Ιδιαίτερα χωρίς δυσκολία υπέκυπτε στα «θέλω» του -ακόμα και τα πιο ευτελή- και όχι στα «πρέπει» για την Ελλάδα και το λαό της.

Στην ψυχή του κρύβονταν, σε σκοτεινές σκιές, οι «Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπές», μέσα του έκρυβε το «θυμωμένο Ποσειδώνα» που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Γιατί δεν νομίζω ότι τελικά η εξουσία ήταν στην πραγματικότητα η Ιθάκη του. Ούτε οι «ηδονές» της. Αντίθετα νομίζω ότι, σαν τον Πολίτη Κέιν, «ταξίδεψε» αποζητώντας μάταια το δικό του, χαμένο στην παιδική του ηλικία, «rosebud».

 

20-02-2017

Αντώνης Αντωνάκος

antonakosantonis@gmail.com http://www.antonakos.edu.gr

 

 

 



[1] ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΟΡΘΩΣΗ. Εκδόσεις «ΙΝΔΙΚΤΟΣ» 2012.

 

[2] Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος Νοεμβρίου 2011 της Athens Review of Books

[3] «Το καλοκαίρι του 1985, λίγο πριν τις εκλογές του Ιουνίου, ζήτησα να δω τον τότε πρωθυπουργό κ. Ανδρέα Γ. Παπανδρέου. Το έκανα σπανίως, αλλά η επικοινωνία μαζί του ήταν πάντοτε ουσιαστική. Με δύο λέξεις καταλάβαινε τα πάντα. Τού είπα: Κύριε πρόεδρε, αν συνεχίσουμε την ίδια πορεία θα χρεοκοπήσουμε. Θα έχουμε στάση πληρωμών. Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών πλησιάζει το 10% του ΑΕΠ και η Τράπεζα συντόμως δεν θα έχει ταμείο να πληρώσει. Χρειάζεται να σχεδιάσετε ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας.» πηγή europeanbusinessreview.blogspot.gr/2011/10/1985.html

[4] http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=334664

[5] Μεταξύ των ανελαστικών δαπανών ασφαλώς κυρίαρχη θέση καταλαμβάνουν αυτές του ασφαλιστικού συστήματος και της μισθοδοσίας. Εκατοντάδες χιλιάδες πλασματικές συντάξεις χορηγήθηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες διορισμοί έγιναν. Χαρακτηριστική επί του προκειμένου είναι η μαρτυρία του καθηγητή Γ. Μέργου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 19/9/2010. Γράφει ο τέως διοικητής του Ι.Κ.Α.: «… επί συνόλου 9.500 περίπου διοικητικών υπαλλήλων του ΙΚΑ σήμερα, οι 4.500 περίπου (ναι 4.500) διορίσθηκαν κυριολεκτικά σε μια νύχτα, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο προσόντων, 45 ημέρες προ των εκλογών του 1985 και άλλοι 1.800 περίπου το 1988-9…».

[6] 1. Επικίνδυνος κατήφορος

«Η ελληνική οικονομία έχει περιέλθει σε πολύ δυσάρεστη θέση και οδηγείται σε έναν επικίνδυνο κατήφορο». (Από διαπιστώσεις οικονομικής έκθεσης της ΕΟΚ του Φεβρουαρίου 1989.)

2. «Προλάβετε την έκρηξη»

«Το έλλειμμα του δημόσιου τομέα αναμένεται να φθάσει στην Ελλάδα στο τέλος του 1989 στο 14,5% του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος (ΑΕΠ) με στοιχεία Απριλίου. Και το χειρότερο: η κατάσταση επιδεινώνεται στην Ελλάδα σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις της Επιτροπής της ΕΟΚ, δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1989. Ζητάμε από τις ελληνικές αρχές να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα και να προβούν στις ανάλογες δράσεις ώστε να προληφθεί μια έκρηξη του δημόσιου χρέους». (Από δηλώσεις σε συνέντευξη Τύπου στις 28 Ιουνίου 1989 του αρμόδιου επιτρόπου της ΕΟΚ Δανού Χένινγκ Κριστόφερσεν κατά την ανακοίνωση της οικονομικής έκθεσης για την Ελλάδα.)

[7] «…Έπειτα από μερικές αρχικές επιτυχίες προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ. οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα μειώθηκαν από 18% το 1985 σε 13,5% το 1987) η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε και πάλι σοβαρά, ιδιαίτερα κατά το 1989, έτσι ώστε να αποτελεί σήμερα η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σας σοβαρή αιτία ανησυχίας για όλους μας. [..]  Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα αυξήθηκαν μαζικά σε δύο χρόνια, δηλαδή το 1988 και 1989 (σ.σ.: υπενθυμίζεται ότι το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985 στόχευε στη μείωση του ποσοστού από 18% σε 10% το 1987). […] Η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε φθάνοντας το 15%, ποσοστό ανώτερο κατά 10 μονάδες του κοινοτικού μέσου όρου. Η αύξηση των μισθών ήταν ακόμη σημαντικότερη, φθάνοντας το 20%.  Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε σοβαρά, δεδομένου ότι το έλλειμμα έφθασε από 1 δισ. δολάρια το 1988 σε 2,5 δισ. δολάρια το 1989 [...] το μέγεθος και η αύξηση του δημοσίου και του εξωτερικού χρέους της χώρας σας κινδυνεύουν να βλάψουν τη φερεγγυότητα της Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, η σοβαρή διαφορά που διαπιστώνεται ανάμεσα στην οικονομική εξέλιξη της Ελλάδας και σε εκείνη των άλλων χωρών της Κοινότητας κινδυνεύει να υπονομεύσει μόνιμα την πορεία της χώρας σας προς την Ενιαία Αγορά, την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Από την επιστολή (19 Μαρτίου 1990) του Ζακ Ντελόρ, στον τότε πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα.

 

[8] Τα κράτη μέλη που συγκρότησαν τον αρχικό πυρήνα ήταν: Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιταλία και Λουξεμβούργο.

[9] «…Στη Μεσόγειο, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή υπάρχει μια σειρά από κυβερνήσεις που, άσχετα από το γεγονός πως είναι μακριά ακόμα από την επίτευξη της γνήσιας λαϊκής κυριαρχίας και του γνήσιου σοσιαλισμού, ταυτίζονται με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, και αυτό επειδή προέρχονται από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα…».  Διακήρυξη ΠΑΚ 1972

[10] Κατ’ αντιστοιχία, αλλά σε πολύ ευρύτερη κλίμακα, σύμφωνα με αυτή τη λογική η Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, θα έπρεπε αντιδρώντας με το συναίσθημα να στραφεί οριστικά εναντίον των κρατών που συγκροτούσαν την ΑΝΤΑΝΤ.

[11]«…Ο Ανδρέας Παπανδρέου από την εποχή της δικτατορίας και του ΠΑΚ φλέρταρε µε τα αντιαποικιακά κινήματα της Ανατολικής Μεσόγειου. Και µετά την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ θέλει να παίξει ρόλο στο Κίνημα των Αδέσμευτων, που ανατέλλει εκείνη την εποχή. Στη Λιβύη επίσης είχε την έδρα της η Γραμματεία των Σοσιαλιστικών Κομμάτων των Ανατολικής Μεσογείου. ..». http://www.tanea.gr/news/world/article/4619970/?iid=2

[14]«…το 1977, ο Παπανδρέου ταξίδεψε στην Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι, για το καθεστώς του οποίου δήλωσε ότι «δεν ήταν στρατιωτική δικτατορία. Το αντίθετο μάλιστα. Πρόκειται για μια διακυβέρνηση στα πρότυπα του δήμου των αρχαίων Αθηναίων»…». Wikipedia

[15] «,,,Ο Αμίν χρησιμοποιούσε τη βία για να εξοντώσει όλους ανεξαιρέτως τους αντιπάλους του, πραγματικούς ή φανταστικούς.Η επιτυχία του στη χρησιμοποίηση του φόβου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διαίρεση των κατοίκων της χώρας σε δύο ομάδες, καθεμιά από τις οποίες προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοια του εις βάρος της άλλης. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιντί Αμίν ήταν τεράστιο όχι μόνο εξαιτίας του αριθμού των νεκρών αλλά και της απάνθρωπης μεταχείρισης. Οι τελετουργικές εκτελέσεις που ξεπερνούσαν τα όρια του σαδισμού οδηγεί πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι οφείλονταν στη διαταραγμένη ψυχική του υγεία. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες έχουν δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από την πιθανή κανιβαλική συμπεριφορά του. Μάλιστα λέγεται ότι κρατούσε στο ψυγείο του σπιτιού του τα κεφάλια μερικών από τους εχθρούς του, στα οποία πολλές φορές απευθυνόταν σαν να κουβέντιαζε….» Wikipedia

[18] ΤΑ ΝΕΑ (ΤΟΥ ΓΙΏΡΓΟΥ ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 26/02/2011 07:00 |). Η αιτιολόγηση του βομβαρδισμού μάλλον δεν είναι ακριβής αφού έγινε σύμφωνα με άλλες πηγές σε αντίποινα για βομβιστική επίθεση στο Βερολίνο ή λόγω του αυθαίρετου αποκλεισμού από τη Λιβύη του κόλπου της Σούρτης. Πάντως για ένα άλλο περιστατικό που στοίχησε την ζωή σε 270 ανθρώπους, τη βόμβα  σε αεροσκάφος της Pan Am το 1988 η Λιβύη καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. και –έστω και καθυστερημένα- ανέλαβε επίσημα την ευθύνη, παρέδωσε τους υπόπτους και αποζημίωσε τους συγγενείς των θυμάτων, ομολογώντας ότι διατηρούσε πολλά στρατόπεδα εκπαίδευσης τρομοκρατών. Πηγή Wikipedia.

[19] Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές που ενδιαφέρουν τους Αμερικάνους είναι ακόμα και σήμερα το 2017 εδώ.

[20] «…Το παιδί, κατανοώντας ότι πολλές φορές ο γονέας στρέφει την προσοχή πάνω του μετά από μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά του, τείνει να δημιουργήσει την πεποίθηση ότι ο μόνος τρόπος για να προκαλέσει την προσοχή και την αίσθηση της αποδοχής από τον γονέα, είναι μέσω της συμπεριφοράς αυτής. Με αυτόν τον τρόπο, παγιώνει τον ρόλο που οι γονείς πολλές φορές του αποδίδουν ως «άτακτου» ή «κακού παιδιού».

Αρχίζει, δηλαδή, να συνδέει την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά με την προσοχή και να μπαίνει στον ρόλο αυτό, για να νιώσει στο επίκεντρο της προσοχής και να πάρει μια θέση στο οικογενειακό πλαίσιο, στο σχολικό και στη συνέχεια και στο κοινωνικό….». πηγή Ψυχική Υγεία.

[21] Λ. ΚΥΡΚΟΣ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ «…Γυρίσαμε στις παραμονές της 21ης Απριλίου και αυτό από ανθρώπους που ζήσανε τη δικτατορία εξ αποστάσεως. Ο Ανδρέας θριαμβολογούσε από το εξωτερικό, σκεφτόταν να κηρύξει ένοπλο αγώνα, έβλεπε τον εαυτό του στη θέση του Άρη ή του Γκεβάρα, επικεφαλής στρατιών Ελλήνων που θα επιστρατεύονταν πάλι σε έναν εμφύλιο πόλεμο, μπούρδες…».

[22]«…Το να μιλάει ο Παπανδρέου για πορεία προς ολοκληρωτικό κράτος είναι φυσικά γελοίο. Και αυτός ο άνθρωπος είναι γελοίος, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Διότι, αν υπήρχε μία οιονεί ολοκληρωτική κατάσταση στην Ελλάδα, ήταν αυτή που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ επί 8 χρόνια, όπου για να πάρει ένας ένα δάνειο από μια τράπεζα έπρεπε η κλαδική να δώσει το πράσινο φως. Τι συζητάμε τώρα, είναι αστεία πράγματα. Αυτός είναι ένας τζουτζές που πέρασε σε χρεωκοπία και σε κατάρρευση, που λέει ότι του ‘ρθει για δημοκοπία…». Πηγή http://eagainst.com/articles/castoriadis-anarchists/

[23]«… Η νομιμοποίηση της κομμουνιστικής Αριστεράς συνοδεύτηκε από την υιοθέτηση σημαντικού μέρους των ιδεολογημάτων της, ακόμη και από δυνάμεις που βρίσκονταν στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Ιδίως η επικράτηση της λογικής ότι «ο λαός έχει πάντα δίκιο», οδήγησε στην αντίληψη ότι κάθε διεκδίκηση έναντι του κράτους, ακόμη και η πιο παράλογη και ιδιοτελής, είναι νόμιμη και δικαιολογημένη…». Ανδρέας Λοβέρδος: «Θέσεις για την Νέα Ελληνική Ανόρθωση».

[24] Η ναυτιλία, η γεωργία, που εξασφάλιζε διατροφική επάρκεια, τα εμβάσματα των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών μας, η οικοδομή και οι κατασκευές, η εκβιομηχάνιση αποτέλεσαν πήγες ανάπτυξης. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη συγκράτηση των Ελλήνων σε ό,τι αφορά την κατανάλωση και το ολιγαρκές του βίου τους, όλες αυτές οι οικονομικές δραστηριότητες επέτρεψαν στη χώρα έως τα τέλη της δεκαετίας του '70 να έχει πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος (28.4% του Α.Ε.Π. το 1980, αλλά με περιορισμένο Α.Ε.Π. και σε απόλυτους αριθμούς μόλις 1.7 δισ. ευρώ δημόσιο χρέος!) Συνοψίζοντας, η δεκαετία του '70, βρήκε την Ελλάδα με πολλά προβλήματα που αφορούσαν το κράτος, τη διοίκηση, την πολιτική, αλλά και με έναν ελπιδοφόρο ιδιωτικό τομέα, ενός πολύ εργατικού λαού.

[25] «…Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο -τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν…». Λ. ΚΥΡΚΟΣ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ