Γιατί η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στη γνώση.

Ομιλία στη Β1 ΝΟΔΕ της Ν.Δ.

 

Όταν οι αρχαίοι Αθηναίοι ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών με ποιόν τρόπο θα σωθούν από τους Πέρσες που απειλούσαν με αφανισμό τον Ελληνικό πολιτισμό πήραν την απάντηση ότι θα σταματήσουν την επέλαση των βαρβάρων κατασκευάζοντας ξύλινα τείχη. Αν υπήρχε το μαντείο των Δελφών σήμερα τι χρησμό θα έδινε άραγε που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος και να δώσει αποτελεσματική απάντηση στην απειλή που συνιστά για τον Ελληνισμό η επέλαση της πολιτισμικής βαρβαρότητας η οποία με την καταλυτική δύναμη των Μ.Μ.Ε. έχει οδηγήσει ήδη σε μια επικίνδυνη αλλοίωση την φυσιογνωμία του λάου μας και ιδιαίτερα της νεολαίας μας. Γιατί βέβαια κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτός ο κατακλυσμός της καθημερινότητας μας με προϊόντα αδιανόητης υποκουλτούρας και πνευματικής φτώχειας που μας καθηλώνουν για πολλές ώρες μπροστά στις μικρές μας οθόνες αποτελεί τον πλέον θανάσιμο και ύπουλο εχθρό για την συνέχεια του πολιτισμού μας και της εθνικής μας ταυτότητας.

Απειληθήκαμε πολλές φορές στο παρελθόν από κύματα βαρβάρων και δεν αντέξαμε πάντοτε απέναντι στην συντριπτική δύναμη των αριθμών και των όπλων. Όμως πάντοτε η κιβωτός της Ελληνικής παιδείας της Ελληνικής Γραμματείας της νέας Εθνικής μας ταυτότητας όπως διαμορφώθηκε μετά και την σύζευξη της  με τις αρχές και τα διδάγματα της Ορθόδοξης πίστης μας αποδείχθηκε ασφαλές καταφύγιο για επιβίωση μας μέσα στους αιώνες. Όπως αναφέρει και ο ποιητής «τα θεμέλια μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στους ώμους τους και πάνω τους η μνήμη καίει άσβεστη βάτος μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω». Αυτό που διακυβεύεται σήμερα είναι  αυτή ακριβώς η μνήμη του λαού η συλλογική του συνείδηση. Αυτό που διακυβεύεται σήμερα είναι η κιβωτός της Ελληνικής παιδείας, της Ελληνικής παράδοσης, εν τέλει του Ελληνικού πολιτισμού.

Πριν από 3 χρόνια η σύνοδος της Λισσαβόνας είχε καθορίσει σαν στόχο της Ένωσης να καταστεί η Ευρωπαϊκή οικονομία η πλέον ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης. Αυτό προϋπέθετε ότι εκ μέρους των κρατών μελών θα υπήρχε η πολιτική βούληση να τεθεί η εκπαίδευση σε πρώτη προτεραιότητα.

Ανεξάρτητα με το αν κάποιος συμφωνεί με την κατά προτεραιότητα σύνδεση της εκπαίδευσης με τους οικονομικούς και όχι με τους κοινωνικούς δείκτες η επένδυση στην εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να σημαίνει και την διάθεση όλων των αναγκαίων πόρων για να παρέχεται το εκπαιδευτικό αγαθό σε ποσοτική και ποιοτική επάρκεια.

Το ερώτημα είναι λοιπόν στο χρόνο που μεσολάβησε από την σύνοδο της Λισσαβόνας τι έκανε η χώρα μας για να προσεγγίσει αυτό το στόχο. Όταν μάλιστα αναλογισθούμε την απόσταση που είχαμε να καλύψουμε από τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες τότε η απάντηση στο ερώτημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα είχε εξακολουθεί να έχει τις χαμηλότερες δαπάνες για την εκπαίδευση τόσο στο πλαίσιο των χωρών της Ένωσης όσο και στο πλαίσιο των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α.. Συγκεκριμένα ενώ ο μέσος όρος τόσο των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. όσο και των χωρών της Ε.Ε. ξεπερνά το 5% οι αντίστοιχες κρατικές δαπάνες στην χώρα μας είναι κάτω από το 60% του ποσοστού αυτού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Δανία δαπανά το 8,1% με αποτέλεσμα όπως προκύπτει από κοινοτικά στοιχεία να δαπανά για κάθε μαθητή της προτοτοβάθμιας εκπαίδευσης 6435 ΕΥΡΩ σε ισοσταθμισμένες μονάδες αγοραστικής δύναμης όταν εμείς δαπανούμε μόνο 1997 ΕΥΡΩ, δηλαδή το 31% της Δανίας. Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση η Ελλάδα δαπανά ανά μαθητή 2756 ευρώ σε ΜΑΔ (πάλι τελευταία με προτελευταία την Ιρλανδία με 3924 ευρώ και πρώτη την Αυστρία με 7872 ευρώ). Ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 5267 ευρώ, δηλαδή εμείς δαπανούμε το 52% του μέσου ευρωπαϊκού όρου ή το 35% της Αυστρίας. Είναι ποτέ δυνατόν έτσι να έχουμε ισότιμη και ανταγωνιστική εκπαίδευση;

Απέναντι στην κατάσταση αυτή όχι μόνο δεν υπήρξε καμία ουσιαστική διαφοροποίηση στο θέμα της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης αλλά αντίθετα ο προϋπολογισμός παρέμεινε καθηλωμένος στο 3,4%. Ακόμα και προϋπολογισμός του 2004 παρά την δήλωση του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη ότι οι εκπαιδευτικές δαπάνες θα ανέλθουν το 2008 στο 5% του ΑΕΠ δεν ξέφυγε από το ύψος του 3,4% αποδεικνύοντας την αφερεγγυότητα της δήλωσης.

Είναι σαφές λοιπόν ότι το κράτος, η επίσημη πολιτεία δεν επενδύει στην γνώση και ότι μέχρι τώρα μόνο στις διακηρύξεις είναι η εκπαίδευση προτεραιότητα. Παρά την ακαδημαϊκή του ιδιότητα ο πρωθυπουργός απέδειξε ότι δεν έχει όραμα παιδείας και μια τέτοια πολιτική είναι πολιτική δίχως αύριο. Γιατί δεν είναι τυχαίο που ένας άλλος πολιτικός, ένας πολιτικός που με το όραμα του δρομολόγησε από το 1960 και την πραγματοποίησε το 1981, παρά τις τρομακτικές και ανεύθυνες αντιδράσεις των αντιπάλων του, την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε εδώ και 25 χρόνια δείξει τον δρόμο που η σύνοδος της Λισσαβόνας αποφάσισε. Είχε πει συγκεκριμένα από το 1978 ότι η νέα μεγάλη ιδέα για την Ελλάδα δεν μπορεί να είναι άλλη από το να γίνει η χώρα όχι μόνο Περιφερειακό αλλά και Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο κέντρο παιδείας και Πολιτισμού. Αλλά βέβαια αυτός ήταν ένας πραγματικός ηγέτης με συνέπεια λόγων και έργων, ένας ηγέτης με αξιοπιστία και υπευθυνότητα, ένας ηγέτης που καταξίωνε το λειτούργημα της πολιτικής, ένας ηγέτης με όραμα  και την δύναμη να το υλοποιήσει. Ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Η πολιτεία λοιπόν δεν επενδύει στην εκπαίδευση. Και αν κάποιοι αριθμοί βελτιώνονται αυτό είτε οφείλεται αποκλειστικά σε Ευρωπαϊκούς πόρους είτε σε παράγοντες όπως το δημογραφικό. Γιατί αν αναλογισθούμε ότι η μείωση του μαθητικού δυναμικού τα τελευταία 20 χρόνια φθάνει τις 250000 τότε καταλαβαίνουμε πόσο ελλειμματική είναι η εκπαιδευτική πολιτική. Γιατί αν δεν ήταν το δημογραφικό θα μας έλλειπαν άλλες 10.000 αίθουσες και άλλοι 25.000 εκπαιδευτικοί.

Άλλωστε η εκπαίδευση είναι ένα απόλυτα δυναμικό σύστημα που πρέπει, όχι απλώς να βρίσκεται σε συνάφεια με τις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες και με τις αντίστοιχες εξελίξεις, αλλά να βρίσκεται στην πρωτοπορία τους να τις καθοδηγεί και να τις καθορίζει. Και παρά τους κυβερνητικούς βαυκαλισμούς το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι πιο αναντίστοιχο σήμερα με τις ανάγκες της κοινωνίας της νεολαίας μας και της οικονομίας από ότι ήταν πριν από 3 δεκαετίες.

Θα πρέπει μάλιστα να αναλογισθούμε σε ποία κατάσταση θα είμαστε αν η ελληνική οικογένεια είχε αντίστοιχη στάση με την πολιτεία, αν δηλαδή δεν επένδυε στην εκπαίδευση. Αλλά ευτυχώς η οικογένεια στην χώρα μας ακολουθεί στον τομέα της εκπαίδευσης διαμετρικά αντίθετη στάση και επενδύει κατά απόλυτη προτεραιότητα στην εκπαίδευση ακόμα και από το υστέρημά της. Είναι γνωστό άλλωστε ότι σύμφωνα με έρευνες και υπολογισμούς η ιδιωτική δαπάνη για υπηρεσίες εκπαίδευσης φτάνει το 1,5 τρισεκ. Μόνο η δαπάνη για τους φοιτητές του εξωτερικού ξεπερνά τα 400 δις. Άλλωστε αν συνυπολογίζαμε στις δαπάνες αυτές και το κόστος για την οικογένεια των φοιτητών στην Ελλάδα από την υποτυπώδη φοιτητική μέριμνα (φοιτητικές εστίες και εστιατόρια) τότε η ιδιωτική δαπάνη μπορεί και να ξεπερνά την κρατική.

Κοντά όμως στις οικογενειακές θυσίες που καλύπτουν τα κρατικά εκπαιδευτικά ελλείμματα είναι και η επένδυση της νεολαίας μας που έρχεται να καλύψει τα ελλείμματα αυτά. Είναι γνωστό ότι οι μαθητές μας έχουν συχνά χαρακτηρισθεί ως οι πιο σκληρά εργαζόμενοι Έλληνες και αυτός ο χαρακτηρισμός για ένα μεγάλο ποσοστό είναι απολύτως αληθής. Ένα μεγάλο ποσοστό από τα παιδιά μας επενδύει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής και της εφηβικής του ηλικίας στην εκπαίδευση. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις η επένδυση αυτή είναι απαράδεκτα μεγάλη δημιουργώντας κινδύνους και αρνητικές προϋποθέσεις για το μέλλον.

Το ερώτημα που μετά από όλα αυτά προκύπτει αβίαστα είναι, γιατί αφού είναι δεδομένο ότι σήμερα οι μαθητές προσπαθούν περισσότερο και στηρίζονται περισσότερο από την οικογένεια παρουσιάζεται αυτό το εκπαιδευτικό έλλειμμα; Η απάντηση βρίσκεται στο δεύτερο σημαντικό έλλειμμα της εκπαιδευτικής πολιτικής πέρα από τις δαπάνες. Η πολιτεία όχι μόνο δεν διαθέτει τις αναγκαίες δαπάνες για να παρέχει το εκπαιδευτικό αγαθό δωρεάν σε ποσοτική και ποιοτική επάρκεια αλλά στάθηκε ανίκανη να διαμορφώσει ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, μια Εθνική Εκπαιδευτική Πολιτική η οποία θα έκανε τις κρατικές και τις ιδιωτικές δαπάνες καθώς και τις προσπάθειες των μαθητών να καρποφορήσουν και θα διαμόρφωνε ένα ανθρώπινο δυναμικό που θα αποτελούσε την μεγαλύτερη επένδυση για την κοινωνία και την χώρα και την μεγαλύτερη εγγύηση για το μέλλον της. Γιατί ισχυρή Ελλάδα ήταν η Ελλάδα της παιδείας και του πολιτισμού και θα είναι πάλι όταν θα καταφέρουμε να κάνουμε πράξη το όραμα του Κ. Καραμανλή.

Είναι χαρακτηριστικό της προχειρότητας του ερασιτεχνισμού της ανευθυνότητας με την οποία διαχειρίζεται την εκπαιδευτική πολιτική η κυβέρνηση ότι στα τελευταία 20 χρόνια είχαμε πάνω από δέκα σημαντικές παρεμβάσεις στον χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ένα θεσμικό πλαίσιο διαρκώς μεταβαλλόμενο και ουδέποτε ολοκληρωμένο. Ακραίο παράδειγμα αυτής της ανερμάτιστης και αυταρχικής πολιτικής αποτελεί το εγχείρημα του 1997 που ονομάσθηκε από τους εμπνευστές του εκπαιδευτική μεταρρύρμιση το οποίο επιβλήθηκε παρά την πλήρη αντίθεση και τις αντιδράσεις του συνόλου της εκπαιδευτικής κοινότητας. Το θεσμικό εκείνο πλαίσιο που επιβλήθηκε χωρίς να υπάρξει διάλογος και συναίνεση ούτε σε πολιτικό ούτε σε κοινωνικό επίπεδο σήμερα έχει σε μεγάλο μέρος του αναιρεθεί. Και παρακολουθήσαμε όλοι τις δημόσιες αντιπαραθέσεις επί του συγκεκριμένου σημείου του πρώην και του νυν Υπουργού Παιδείας. Το ερώτημα είναι το εξής αν η μεταρρύθμιση του 97 ήταν τόσο σωστή και αναγκαία ώστε να επιμένει ο κύριος Αρσένης και ο κύριος Σημίτης, παρά τις καθολικές αντιδράσεις ακόμα και μέσα από το ίδιο το κόμμα του αλλά κυρίως παρά τις αντιδράσεις των ίδιων των άμεσα θιγομένων των μαθητών τις οποίες αγνόησαν, γιατί 6 χρόνια μετά έχει ουσιαστικά αναιρεθεί χωρίς καμία ιδιαίτερη πίεση το μεγαλύτερο μέρος εκείνων των αλλαγών;

Η απάντηση είναι απλή, δυστυχώς ο χώρος της εκπαίδευσης αποτελεί προνομιακό πεδίο πειραματισμών των εκάστοτε Υπουργών Παιδείας. Το κενό ενός σταθερού ανεξάρτητου και αξιόπιστου θεσμικού οργάνου χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής έχει καταστροφικές επιπτώσεις αφού το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από το άλλοθι της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας. Η ηγεσία του, συνημμένη πάντοτε με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, είναι εκείνη που καθορίζει κατ’ εντολή τις θέσεις και τις προτάσεις του. Γι’ αυτό και πάντα με την αλλαγή του Υπουργού αλλάζει και ο πρόεδρος του Π.Ι.. Έτσι το υποτιθέμενο ανώτατο συμβουλευτικό και καθοδηγητικό όργανο για την χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα είδος «Φιλιππινέζας» για τον Υπουργό Παιδείας.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό της ανασφάλειας και της αυταρχικής νοοτροπίας, της έλλειψης κατανόησης της αναγκαιότητας της συναίνεσης, της έλλειψης σεβασμού στο διάλογο και την σύνθεση, ότι ένα όργανο στην ουσία κοινωνικού διαλόγου αφού λόγω της συγκρότησης του ελεγχόταν από την Κυβέρνηση, το ΕΣΥΠ που ιδρύθηκε από τον Γ.Παπανδρέου το 1995, καταργήθηκε στην πράξη από τους διαδόχους κυρίους Αρσένη και Ευθυμίου για να ανασυρθεί από την ναφθαλίνη 7 χρόνια μετά με προφανείς προεκλογικές στοχεύσεις και να επιχειρηθεί να επανασυγκλιθεί τον προσεχή Ιανουάριο.

Είναι προφανές λοιπόν για εμάς ότι πρωταρχική σημασία έχει να γίνει κατανοητό από την οποιαδήποτε πολιτική ηγεσία ότι δίχως όραμα παιδείας το μέλλον αυτού του τόπου είναι αβέβαιο. Αν δεν γίνουν κατανοητές εδώ και τώρα οι δύο αρχές, οι δύο πυλώνες επάνω στους οποίους και μόνον σε αυτούς μπορεί να οικοδομηθεί ένα σύγχρονο δημοκρατικό δυναμικό και αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξεφύγει από την θέση του ουραγού και θα συνεχίζει να υποβαθμίζεται όσο άλλες χώρες που μέχρι πρότινος ήταν πίσω μας θα μας ξεπερνάνε. Θα έπρεπε να είναι αρκετά για να μας αφυπνίσουν τα παραδείγματα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας.

Το πρώτο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι η ανάγκη να εγκαταλειφθεί η μονομέρεια και η αδιέξοδη αυταρχική πολιτική και να προχωρήσουμε στην ανάπτυξη ενός ειλικρινούς και ουσιαστικού διαλόγου αποτέλεσμα και κατάληξη του οποίου θα είναι μια Εθνική Εκπαιδευτική πολιτική η οποία θα συγκεντρώνει την ευρύτερη δυνατή συναίνεση τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Είναι επίσης ανάγκη να θεσμοθετηθούν ανεξάρτητα όργανα μελέτης και χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής με την συμμετοχή των κοινωνικών φορέων τα οποία θα προτείνουν θα συμβουλεύουν αλλά και θα αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς θεσμούς αλλά και τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Η δεύτερη άμεση αναγκαιότητα είναι η αύξηση των δαπανών τουλάχιστον στο ύψος του μέσου όρου της Ε.Ε. δηλαδή στο 5%.

Είναι πρωταρχικής σημασίας να καθορίσουμε τους στόχους της εκπαιδευτικής μας πολιτικής και στην συνεχεία να χαράξουμε την στρατηγική μας για το πώς θα προσεγγίσουμε αυτούς τους στόχους και πώς θα αναβαθμίσουμε ουσιαστικά όλους τους συντελεστές της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να είναι προσανατολισμένο κυρίως στην αγορά εργασίας. Πρωτίστως θα πρέπει να έχει σαν στόχο την διαμόρφωση ολοκληρωμένων χαρακτήρων με σταθερές αξίες και αρχές που θα είναι σε θέση να συγκροτήσουν μια ανοικτή και ανεκτική κοινωνία δημιουργική και παραγωγική αλλά ταυτόχρονα συνεκτική και ανθρώπινη, μια κοινωνία χωρίς κοινωνικά αποκλεισμένους όπου όλοι θα έχουν ίσες και περισσότερες ευκαιρίες και μεγαλύτερες δυνατότητες.

Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να διαμορφώνει μια γενική εκπαιδευτική υποδομή δίχως στενές και πρόωρες εξειδικεύσεις, πρέπει να μάθει στα παιδία να μαθαίνουν και να χρησιμοποιούν δημιουργικά την γνώση. Θεωρούμε ως άμεσης προτεραιότητας την ανάγκη να επεκταθεί η υποχρεωτική εκπαίδευση στα 12 χρόνια. Είναι καθοριστικής σημασίας η πραγματική και ουσιαστική αναθεώρηση όλων των ωρόλογιων και των αναλυτικών προγραμμάτων τα οποία πρέπει να απαλλαγούν από τις στενές προσεγγίσεις πανεπιστημιακών τμημάτων και επαγγελματικών ομάδων. Η εκπαίδευση με απόλυτη προτεραιότητα καθορίζεται από τις ανάγκες των παιδιών, κάθε άλλη προσέγγιση είναι ηθικά απαράδεκτη.

Ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός πρέπει με απόλυτο τρόπο να υπακούει στους εκπαιδευτικούς στόχους αλλά και στα όρια που θέτει τόσο ο χρόνος όσο και δυνατότητες αφομοίωσης των μαθητών. Με απλά λόγια ακόμα και οι πιο προικισμένοι μαθητές δεν έχουν ούτε τον χρόνο ούτε την δυνατότητα αφομοίωσης για να μάθουν τα πάντα. Και ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι παιδιά και έφηβοι σε μια ανεπανάληπτη ηλικία και ότι έχουν και άλλες ανάγκες το ίδιο ή και περισσότερο επιτακτικές.

Θεωρούμε ότι τα αναλυτικά προγράμματα πρέπει επιτέλους να αποκτήσουν έναν ενιαίο χαρακτήρα που να διατρέχει και τα 12 χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Το Λύκειο πρέπει να απαλλαγεί από τα δεσμά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να αποκτήσει την μορφωτική του αυτονομία. Η Τεχνική και Επαγγελματική εκπαίδευση πρέπει να αναβαθμισθεί και να γίνει ισότιμη Λυκειακή βαθμίδα.

Η στενότητα του χρόνου με αναγκάζει να περιοριστώ σε αυτά που θεωρώ καθοριστικής σημασίας για τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς οι οποίοι αποτελούν τον σημαντικότερο συντελεστή της υλοποίησης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Κατ’ αρχήν απαιτείται, χωρίς να υποβαθμισθεί η επιστημονική κατάρτιση, να υπάρξει μια ουσιαστική προετοιμασία των εκπαιδευτικών πριν από τον διορισμό τους. Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι η δημιουργία παραγωγικών σχολών εκπαιδευτικών οι οποίες θα λειτουργούν κατά τα πρότυπα της σχολής δικαστών είναι αναγκαία.

Αναγκαία είναι επίσης τόσο η ουσιαστική εισαγωγική επιμόρφωση όσο και η διαρκής δια βίου επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών όσο και οι αυξημένες δυνατότητες και διευκολύνσεις για μεταπτυχιακές σπουδές μέσω και ειδικών προγραμμάτων και υποτροφιών. Η απελευθέρωση της διοίκησης και της εποπτείας της εκπαίδευσης από τις κομματικές σκοπιμότητες και η αποκατάσταση του κύρους τους και της αποδοχής τους από τους εκπαιδευτικούς και τέλος η ουσιαστική οικονομική  αναβάθμιση των τελευταίων με την καθιέρωση ενός εκπαιδευτικού μισθολογίου μέσω του οποίου να αναγνωρίζεται τόσο η ιδιαιτερότητα όσο και η σημασία του εκπαιδευτικού λειτουργήματος θα αποτελέσουν καταλυτικούς παράγοντες στην γενικότεροι βελτίωση του κλίματος και της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος.

Κλείνοντας θέλω να τονίσω για μια ακόμα φόρά ότι πολιτική που δεν έχει σε πρώτη προτεραιότητα την εκπαίδευση είναι πολιτική διαχειριστική και αδιέξοδη είναι πολιτική δίχως όραμα και προοπτική.

 

05-12-2003

Αντώνης Αντωνάκος

Πρόεδρος Ο.Λ.Μ.Ε.

 

antonakosantonis@gmail.com http://www.antonakos.edu.gr