«Αξιολόγηση» και «πράσινα» παρ(άλογα).

Σχόλιο πάνω στο Π.Δ. 25 Φ.Ε.Κ.20 τ.Α/7-2-2002.

Δεν είναι μόνο το γνωστό Σωκρατικό «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Είναι και ο στοιχειώδης σεβασμός που οφείλει να επιδεικνύει όποιος δημοσιογραφεί, στο κοινό του. Προϋποθέτει βεβαίως μια τέτοια συμπεριφορά και την προσήλωση στην αλήθεια  μιας άλλης βασικής και διαχρονικής καταγραφής εμπειρίας, που θέλει την ημιμάθεια να είναι χειρότερη της αμάθειας. Για όποιον έχει οδηγούς στα βήματα του τις παραπάνω αρχές είναι αυτονόητο ότι η ακρόαση όλων των πλευρών προηγείται της διαμόρφωσης γνώμης και πολύ περισσότερο της διατύπωσης άποψης όταν αυτή η άποψη φιλοδοξεί να διαμορφώσει την κοινή γνώμη. Άλλωστε για να παραφράσουμε και την άλλη γνωστή ρήση «μπορείς να γνωρίζεις λίγα για πολλά, πολλά για λίγα, άλλα τα πάντα για όλα είναι αδύνατο».

Ο λόγος για την επιστολή η «αξιολόγηση» του κυρίου Ευθυμίου και την αρθρογραφία έγκριτου δημοσιογράφου σας. Κατ’ αρχήν και για την καλύτερη αποσαφήνιση των θέσεων του υπογράφοντος θα πρέπει να δηλωθούν τα εξής. Ο υπογράφων ανέκαθεν ήταν υπέρ της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των συντελεστών στους οποίους περιλαμβάνεται ασφαλώς και ο εκπαιδευτικός. Η πλειοψηφία των μέλλων του Δ.Σ. της Ο.Λ.Μ.Ε. είναι σήμερα επίσης υπέρ της αξιολόγησης.

Αλά εδώ τελειώνουν τα κοινά σημεία με τον Υπουργό Παιδείας και αρχίζει η ριζική αντίθεση των καθηγητών με την δήθεν αξιολόγηση που προωθεί και η οποία στην πραγματικότητα είναι επέκταση και παγίωση του κομματικού κράτους. Θα πρέπει επίσης να καταλήξουμε στην κοινή παραδοχή ότι η επιλογή των αρίστων είναι βασικό επακόλουθο και στόχος της αξιολόγησης. Γιατί είναι αυτονόητο ότι για Σύμβουλος Μαθηματικών ή για Διευθυντής Εκπαίδευσης για παράδειγμα θα πρέπει να επιλεγεί ο καταλληλότερος με τα περισσότερα προσόντα κατά περίπτωση. Και ποιος θα διαφωνήσει ότι, αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε δικαιούμαστε όχι απλώς να αναρωτιόμαστε για τις σκοπιμότητες του Υπουργείου άλλα να καταγγέλλουμε την ανακολουθία του και την κομματική του ιδιοτέλεια.

Το ερώτημα είναι, όταν δικαιολογημένα ο λαός απαιτεί αξιολόγηση, εννοεί μόνο των εκπαιδευτικών; Δεν αξιώνει αξιολόγηση των αναλυτικών προγραμμάτων, των βιβλίων, των υποδομών του Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας; Η τελευταία «Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση» σταδιακά αποσυντίθεται. Ποιος αξιολόγησε τους πρώην προέδρους των ανωτέρω ευαγών ιδρυμάτων και με ποιες συνέπειες; Ποιος λογοδότησε για τους δεκάδες χιλιάδες μαθητές που υπήρξαν τα αθώα θύματα αυτών των πειραματισμών; Ποίος είχε την ευαισθησία να ζητήσει συγνώμη από τους καθηγητές που, όπως και τώρα και τότε, υπέστησαν τις πιο βάναυσες και άδικες επιθέσεις επειδή δικαιολογημένα, όπως πλέον πέραν πάσης αμφισβητήσεως αποδείχθηκε, αντιδρούσαν;

Αλά ακόμα και αν το παραβλέψουμε αυτό, την ανάγκη δηλαδή συνολικότερης αντιμετώπισης της αξιολόγησης, προκύπτει ένα ακόμα ερώτημα. Όταν η κοινωνία απαιτεί αξιολόγηση εννοεί οι «αξιολογητές»  να εκπορεύονται από την Μητροπόλεως ή από την Χ. Τρικούπη; Να είναι υφιστάμενοι του Υπουργού Παιδείας ή του κυρίου Λαλιώτη;

Θα δώσουμε δύο μόνο παραδείγματα χαρακτηριστικά των προθέσεων του Υπουργείου. Ένας υποψήφιος με διδακτορικό στην επιστήμη του και MASTER στα παιδαγωγικά έχει μόνο 12 μόρια. Αντιμετωπίζοντας για την θέση του Σχολικού Συμβούλου έναν συνυποψήφιο με ανύπαρκτα τυπικά προσόντα μπορεί να υπερκερασθεί από τα 20 εντελώς ρευστά μόρια της συνέντευξης κατά την οποία «συνεκτιμώνται» κριτήρια, όπως η «δημοσίευση άρθρων» ή «οι ανακοινώσεις σε συνέδρια και ημερίδες», τα οποία στη πραγματικότητα αποτελούν την μάσκα για την κάλυψη της επιλογής επί τη βάσει της κομματικής ταυτότητας. Αντίστοιχα ένας υποψήφιος για θέση Διευθυντή Εκπαίδευσης Νομού απόφοιτος της Διετούς Μετεκπαίδευσης και με δεκαετή διοικητική εμπειρία συγκεντρώνει μόνο  10 μόρια (δύο χρόνια Υποδιευθυντής Σχολείου 1 μόριο,  πέντε χρόνια Διευθυντής Σχολείου 2 μόρια και 3 χρόνια Διευθυντής Διεύθυνσης 3 μόρια) και πάλι μπορεί να υπερκερασθεί από τα 20 μόρια της διορισμένης από τον Υπουργό επιτροπής επιλογής.

‘Ένα ακόμα από τα «παράδοξα» της «αξιολόγησης» είναι και το γεγονός που προκύπτει από τον θεσμό της «θητείας» στις θέσεις των στελεχών. Το σαφώς παράδοξο, ασφαλώς άδικο, και πιθανόν αντισυνταγματικό, είναι ότι οι «αξιολογητές» συχνά θα διεκδικούν τις ίδιες θέσεις με τους αξιολογημένους από τους ίδιους και η τελική επιλογή θα καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από το προϊόν της «αξιολόγησης». Αν η εκτίμηση της αντισυνταγματικότητας αποδειχθεί ακριβής, τότε το κομφούζιο που θα επικρατήσει στη στελέχωση της εκπαίδευσης θα είναι πρωτοφανές.

Το γεγονός ότι αυτό δεν προβλημάτισε το ΥΠΕΠΘ, είναι μια ακόμα απόδειξη ότι αυτό δεν ενδιαφέρεται για την αξιολόγηση και ότι απλώς την χρησιμοποιεί με διττό στόχο. Αφ’ ενός να ενοχοποιήσει τους εκπαιδευτικούς για τα χάλια του εκπαιδευτικού συστήματος και αφ’ ετέρου για να επιδοθεί ανενόχλητο στην αναπαραγωγή μιας πολιτικής που εγκαινίασε το 1982 με την κατάργηση της ιεραρχίας της Διοίκησης και της Επιστημονικής καθοδήγησης (Διοικητικοί και Επιστημονικοί Επιθεωρητές) και την αντικατάσταση της με επί θητεία κομματικούς κομισάριους ή διευθυντές σχολικών μονάδων δίχως ουσιαστικές αρμοδιότητες και με το αίσθημα της προσωρινότητας. Και αφού ο λόγος περί Διοίκησης και μιας και η Κυβέρνηση αρέσκεται να επικαλείται την Ευρώπη ας μας απαντήσει αν υπάρχει άλλη χώρα στην οποία η Δημόσια Διοίκηση να έχει μετατραπεί σε κομματική «Φιλιππινέζα» όπως στην Ελλάδα;

 

Αντώνης Αντωνάκος

Αντιπρόεδρος Ο.Λ.Μ.Ε.

2002-03-07

www.antonakos.edu.gr antonakosantonis@gmail.com