Η  στρατηγική της διαχειρίσιμης ήττας και η παγίδα. 

Ακόμα και αν δεν υπήρχαν απρόβλεπτοι παράγοντες στο πολιτικό παιχνίδι τα δεδομένα το καθιστούν δύσκολα διαχειρίσιμο για τους πρωταγωνιστές του.

Ας δούμε μερικά από αυτά. Όποτε και να γίνουν βουλευτικές εκλογές η Ν.Δ. θα είναι το πρώτο κόμμα. Η αυτοδυναμία παραμένει ένα πολύ μακρινό και όχι ιδιαίτερα πιθανό ενδεχόμενο με δεδομένο μάλιστα τον υφέρποντα ακόμα αριστερίστικο ιδεασμό της κοινής γνώμης και το σταθερό και με τάσεις ανόδου ποσοστό της Χρυσής Αυγής. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θα είναι το δεύτερο κόμμα αφού οι προσπάθειες για ανασυγκρότηση της παλιάς κεντροαριστεράς δεν αποδίδουν καρπούς και τα παρόντα σχήματα με τις υπάρχουσες ηγεσίες δεν πείθουν. Είναι γεγονός ωστόσο ότι εξελίσσονται εμφανείς προσπάθειες «κύκλων» να εμφανίσουν τον «από μηχανής θεό» που θα λύσει το πρόβλημα και θα επιτρέψει υπό ορισμένες προϋποθέσεις σε ένα νέο ενιαίο σχήμα στην χειρότερη περίπτωση να αποτελέσει ένα σημαντικό εταίρο για την μη αυτοδύναμη κυβέρνηση που θα προκύψει την επομένη των εκλογών και στην καλύτερη να διεκδικήσει τη δεύτερη θέση από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α..

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν δύο σταθερά χρονικά ορόσημα στις πολιτικές εξελίξεις. Οι εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο την Τ.Α. και την Π.Α. θα γίνουν τον Ιούνιο του 2019 και η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2020. Όσον αφορά τις βουλευτικές εκλογές, παρά το γεγονός ότι η θητεία της Βουλής λήγει τον Σεπτέμβριο του 2019, κανένας δεν αμφιβάλλει ότι θα διεξαχθούν πρόωρα. Το ζητούμενο είναι το πότε. Η απάντηση είναι μάλλον «ούτε πολύ μακριά ούτε πολύ κοντά» σε σχέση με την συνταγματική λήξη της θητείας της παρούσας Βουλής.

Είναι δεδομένο ότι, εντός των προβλέψιμων εξελίξεων, το κλειδί των πολιτικών κινήσεων το κρατά η κυβέρνηση. Η Ν.Δ. αλλά και η αντιπολίτευση γενικά αδυνατεί να δημιουργήσει κοινωνική δυναμική η οποία θα εξανάγκαζε την κυβέρνηση να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές. Υπό αυτό το πρίσμα και με δεδομένη την μη αναστρέψιμη πρωτιά της Ν.Δ. θα πρέπει να αναζητηθεί ο στρατηγικός στόχος του Πρωθυπουργού για να αναλυθούν οι κινήσεις του και να προβλεφθεί κατά το δυνατόν ο χρόνος των εκλογών. Ιδανικός χρόνος από την πλευρά της κυβέρνησης με τα μέχρι στιγμής δεδομένα φαίνεται να είναι το διάστημα από το τέλος Φθινοπώρου του 2017 μέχρι το Φθινόπωρο του 2018. Το πότε ακριβώς θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στην οικονομία και από τις εξελίξεις στην ελάσσονα αντιπολίτευση. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι, αφού  δεν υπάρχει αμφιβολία για την πρωτιά της Ν.Δ. και τον κατά πάσα πιθανότητα σχηματισμό κυβέρνησης είτε αυτοδύναμης είτε συμμαχικής, αυτό που απομένει ως βασικός στρατηγικός στόχος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι η διατήρηση της κυρίαρχης θέσης στο χώρο της κεντροαριστεράς.

Ο κύριος Τσίπρας γνωρίζει ότι δεν υπάρχει πιθανότητα την επομένη των εκλογών να σχηματισθεί κυβέρνηση στην οποία δεν θα είναι κεντρικός πυλώνας η Ν.Δ.. Το ενδεχόμενο να οδηγηθεί η χώρα σε επαναληπτικές εκλογές με δεδομένο το γεγονός ότι αυτές θα διεξαχθούν με σύστημα απλής αναλογικής είναι απίθανο γιατί πέρα από τα υπάρχοντα θα δημιουργούσε νέα προβλήματα στη χώρα που κανένας δεν θα ήθελε να τα διαχειριστεί την επόμενη μέρα ως κυβέρνηση. Επιπλέον η διαχείριση της οικονομίας μετά το 2018 θα είναι εξαιρετικά δυσχερής αφού η επίτευξη των στόχων του υπάρχοντος προγράμματος (3,5% πλεονάσματα κ.λπ.) είναι μάλλον ουτοπική γεγονός που θα οδηγήσει στη λήψη νέων μέτρων και κατά συνέπεια στη δημιουργία κοινωνικής δυσφορίας και πολιτικού κόστους το οποίο θα φθείρει την κυβέρνηση. Η εφαρμογή νομοθετημένων ήδη μέτρων, (κόφτης μισθών και συντάξεων, περικοπή προσωπικής διαφοράς συντάξεων, περαιτέρω μείωση επικουρικών και εφάπαξ, κατάργηση προνοιακών βοηθημάτων κ.λπ.) θα δημιουργήσει λαϊκή δυσφορία στο εκλογικό σώμα εν όψει των εκλογών, που θα γίνουν το 2020 αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας από την Βουλή τότε. Αλλά και στην περίπτωση που δεν γίνουν τότε εκλογές και εξαντληθεί η θητεία της Βουλής, που θα προκύψει από τις εκλογές για παράδειγμα του Σεπτεμβρίου του 2018, αυτό που θα συμβεί θα είναι η παράταση του χρόνου ζωής της κεντροδεξιάς κυβέρνησης το αργότερο μέχρι το 2022.

Αυτό που φαίνεται να επιδιώκει ο Πρωθυπουργός είναι αφ’ ενός να παραμείνει αυτός ο κύριος και αδιαμφισβήτητος πόλος της «κεντροαριστεράς» - δηλαδή το «νέο ΠΑ.ΣΟ.Κ.» - και αφ’ ετέρου η κυβέρνηση της Ν.Δ. να αποτελέσει την πιο «σύντομη Δεξιά παρένθεση» για να θυμηθούμε και την προσφιλή προπαγάνδα των «προοδευτικών» (για να ξεχνάει ό κόσμος ότι από το 1981 μέχρι το 2012 κυβέρνησαν αυτοί τα 23) όταν δεν τους βολεύει το «όλοι το ίδιο είναι» ή «όλοι μαζί τα κάνανε». Έτσι, έχοντας ήδη ξεπεράσει το μεγαλύτερο σοκ της βίαιης προσγείωσης από τα ροζ σύννεφα της «παλαβής Αριστεράς» στις παρυφές της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και από το σκίσιμο στην υπογραφή μνημονίων, θα μπορέσει εύκολα μετά από ένα αναγκαστικό, αλλά ίσως και επιθυμητό διάλλειμα (λόγω των επώδυνων αποφάσεων που θα απαιτηθούν μετά το 2017), να επανέλθει σε πιο ήρεμα νερά χωρίς εσωτερικές αναταράξεις και οικονομικές Συμπληγάδες αφού τις νέες δύσκολες αποφάσεις θα κληθεί να τις λάβει η κυβέρνηση του 2018-2020 που θα υπογράψει κατά πάσα πιθανότητα και το 4ο μνημόνιο.

Η σύγκρουση με τους βαρόνους του τύπου δεν τον προβληματίζει ιδιαίτερα αφού η «εξαγορά» δημοσία δαπάνη υπηρεσιών και συνεργασίας δεν είναι κάτι καινούργιο και διαμορφώνει εύκολα νέες συμμαχίες. Αρκεί να θυμηθούμε πώς άλλαξε το σκηνικό του τύπου που δημιούργησε το «βρώμικο 89» μετά το 93 με τη βοήθεια των προμηθειών, των δημοσίων έργων και αργότερα του χρηματιστηρίου. Είναι σίγουρο λοιπόν ότι αν καταφέρει να παραμείνει κυρίαρχος στον «προνομιούχο χώρο» της κεντροαριστεράς τότε και το οικονομικό αλλά και το εκδοτικό κατεστημένο θα αποκτήσει νέο ευνοούμενο κατά τα πρότυπα των προηγούμενων δεκαετιών αφού τα μέτρα προς όφελός τους είναι καλύτερα να λαμβάνονται από «προοδευτικές» δυνάμεις που ελέγχουν τις κοινωνικές αντιδράσεις.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπ’ όψιν ότι η προοπτική για την οικονομία για το 2017 είναι ευνοϊκή με ανάπτυξη που θα ξεπεράσει το 2% με συνέπεια να υπάρξει και περαιτέρω μείωση της ανεργίας, όπως και την κατά τις προβλέψεις άνετη επίτευξη του στόχου του πλεονάσματος, δεν προκύπτει λόγος άμεσης προσφυγής σε εκλογές από την πλευρά του Πρωθυπουργού. Οι αμφιβολίες και ο εκλογικός συναγερμός που προκάλεσαν οι πρόσφατες παροχές εντάσσονται κατά πάσα πιθανότητα σε μία προσπάθεια ανακοπής της ραγδαίας φθοράς που υφίσταται η κυβέρνηση (όσο ακόμα μεγάλο κομμάτι της εκλογικής βάσης παραμένει μετέωρο στους αναποφάσιστους) και ταυτόχρονα στην διαμόρφωση ενός «αγωνιστικού» προφίλ που θα αποτελέσει «φύλλο συκής» για τους βουλευτές και τα στελέχη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στο Αριστερό τους ακροατήριο και όχι μόνο. Ταυτόχρονα, δημιουργώντας «ψευδή συναγερμό», προκαλεί αναστάτωση και σύγχυση στα κόμματα της αντιπολίτευσης καθώς και διλήμματα για το αν θα συνταχθούν με τα «φιλολαϊκά» μέτρα που προωθεί.

Από την πλευρά της η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στην ανάγκη να ζητά συνεχώς εκλογές και σε αυτό που υπαγορεύει η κοινή λογική - ανεξάρτητα από τις πάγιες επικλήσεις για το «εθνικό συμφέρον» που ελάχιστοι τις πιστεύουν – την πραγματοποίησή τους τελικά όσο το δυνατόν αργότερα με προτιμητέα την εκπνοή της θητείας της παρούσας βουλής τον Σεπτέμβριο του 2019. Γιατί προφανώς τότε η διαφορά θα έχει διευρυνθεί γεγονός που θα οδηγήσει σε πιο άνετη επικράτηση και διακυβέρνηση. Επί πλέον το οικονομικό τοπίο θα έχει ξεκαθαρίσει γιατί  θα έχουν ληφθεί τα όποια νέα επώδυνα μέτρα και τέλος ο ελάχιστος χρόνος (5 μήνες) μέχρι την εκλογή του Προέδρου θα έχει αφαιρέσει από την αντιπολίτευση τη δυνατότητα (αλλά και την επιθυμία) να προκαλέσει εκλογές. Η αδυναμία της αντιπολίτευσης να δημιουργήσει υπέρ της ένα παλιρροϊκό κύμα πείθοντας με τα προγράμματα και τον πολιτικό της λόγο δεν οφείλεται στη σημερινή ηγεσία. Είναι το βαρύ τίμημα της διαχρονικής αμηχανίας και αδράνειας απέναντι στην επιθετική πολιτική της «Αριστερής-προοδευτικής» προπαγάνδας η οποία δημιούργησε στην κοινωνία τον Αριστερό ιδεασμό.

Με απλά λόγια η φιλελεύθερη παράταξη ποτέ επικεντρωμένα, συγκροτημένα με στρατηγικό σχεδιασμό και πρόγραμμα δεν υποστήριξε τις αξίες της ιδεολογίας του Ριζοσπαστικού Φιλελευθερισμού. Το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν υποστήριξε την ιστορία της και την προσφορά της στον τόπο αφήνοντας να παραχαράσσεται (στα μυαλά των πολλών που έχουν χάσει τη μνήμη τους έχουν «ξεχάσει» το σοβαρό διάβασμα και τη σκέψη), όχι μόνο η παλαιότερη αλλά και η πρόσφατη ιστορία του τόπου. Τον Ιούνιο του 2010 είχα επισημάνει στον κύριο Σαμαρά εις επήκοον πολλών ότι: «αν η παράταξη χρεωθεί, αυτά που υφίσταται σήμερα η κοινωνία, κανένας μας δεν θα μπορέσει να βγάλει τον εαυτό του από το κάδρο των ευθυνών». Δυστυχώς πολλοί δεν το καταλάβαιναν και δεν το καταλαβαίνουν ακόμα. Δεν είναι τα αφηγήματα για το μέλλον (αναγκαία ωστόσο) που δεν πείθουν. Είναι οι «αμαρτίες» του παρελθόντος που απωθούν. Και αν είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτές δικαίως πληρώνουμε το τίμημα. Η αλήθεια είναι όμως ότι η παράταξη όχι μόνο δεν έχει σημαντικές ευθύνες για την σημερινή κατάσταση αλλά είναι εκείνη στην οποία η χώρα οφείλει όχι μόνο το παρελθόν ευημερίας και ελευθερίας που έζησε αλλά και την όποια βεβαιότητα της προσφέρει παρά την κρίση η συμμετοχή της στην Ε.Ε..

Και τέλος όταν λέμε φιλελεύθερη ριζοσπαστική δημοκρατική παράταξη είναι σαφές ότι δεν πρέπει να εννοούμε - με τα  δεδομένα που καθόρισε μετά τη μεταπολίτευση ο Α. Παπανδρέου -  μόνο την παράταξη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μετά τον τεχνητό-ιδεοληπτικό διχασμό που δημιούργησε μεταξύ «Δεξιάς» και «Αριστεράς» (συμβολικά προσδιορίστηκε και από την εκλογή του Βαφειάδη στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ.), αλλά κυρίως για ιδεολογικούς ιστορικούς και πολιτικούς λόγους η «κληρονομιά» των Ε. Βενιζέλου (είναι γνωστό το επεισόδιο της πρώιμης περιόδου ΠΑ.ΣΟ.Κ. όταν ο «σύντροφος» Σ.Τ. κατέβαζε το πορτραίτο του από τα γραφεία στα Χανιά), Σοφούλη, Πλαστήρα ανήκει στη μόνη πραγματικά «μεγάλη δημοκρατική παράταξη» μετά τον εμφύλιο. Την παράταξη έβγαλε τη χώρα από τη φτώχεια των Βαλκανίων και την έκανε 10ο μέλλος της Ε.Ε..

Αυτή η παράταξη λοιπόν σήμερα πρέπει να δώσει τη μάχη όχι για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση αλλά για το μέλλον με στρατηγικό σχεδιασμό και όραμα. Το μέλλον δεν θα κερδηθεί με κινήσεις τακτικής και μικροπολιτικές στοχεύσεις. Αυτό που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί είναι η βιασύνη για τις εκλογές να οδηγήσει στην ικανοποίηση των σχεδιασμών του Πρωθυπουργού. Δεν είναι τόσο η παραμονή της κυβέρνησης σήμερα επιζήμια για τόπο όσο θα είναι η επάνοδος του κυρίου Τσίπρα και της παρέας του στην εξουσία μετά από «μικρή Δεξιά παρένθεση». Η λογική του «δος ημίν σήμερον» έχει ακολουθηθεί πολλές φορές στο παρελθόν και δεν ωφέλησε. Αντίθετα βοήθησε στην δημιουργία του «Αριστερού ιδεασμού» της κοινωνίας.

Η στρατηγική της «διαχειρίσιμης ήττας» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πρέπει να συντριβεί. Και αυτό είναι ευθύνη όχι μόνο της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και των επιγόνων του Α. Παπανδρέου οι οποίοι έχοντας εγκαταλείψει στην πράξη τις αναζητήσεις του «τρίτου δρόμου για το σοσιαλισμό» πρέπει να εγκαταλείψουν και τις σχετικές ιδεοληψίες τις οποίες ακόμα χρησιμοποιούν ως διαχωριστικό ανάχωμα είτε γιατί τις πιστεύουν είτε ως μέσο χειραγώγησης και εκμετάλλευσης του εκλογικού σώματος.

Γιατί από την κρίση θα βγούμε όχι με τις μετακινήσεις δίκην εκκρεμούς του εκλογικού σώματος κάθε φορά απέναντι από τον τελευταίο διαχειριστή της. Αλλά με την οριστική και συντριπτική ήττα του Αριστερού ιδεασμού - ο οποίος έπαιξε καθοριστικό και αρνητικό ρόλο στην εξέλιξη της οικονομίας των θεσμών και της γενικής νοοτροπίας σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης -  στη συνείδηση της κοινωνίας.

 

19-12-2016

Αντώνης Αντωνάκος

mailto:antonakosantonis@gmail.com http://www.antonakos.edu.gr