Του Δημήτρη Χρυσικόπουλου.

Η πολιτεία έχει τους καθηγητές σε μόνιμη λιτότητα:

Σε αποκλειστική του συνέντευξη στη «C.P.» ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (Ο.Λ.Μ.Ε.) Αντώνης Αντωνάκος μιλάει για την οργή των εκπαιδευτικών εξαιτίας μιας πολιτικής που τους έχει μετατρέψει στους οικονομικά υποδεέστερους όλων των δημοσίων υπαλλήλων.

 

Για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια η γενική συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ υπερψηφίζει πρόταση τηs ΟΛΜΕ για απεργιακέs κινητοποιήσεις με τόσο μεγάλη πλειοψηφία. Τι σηματοδοτεί αυτό το αποτέλεσμα;

Τα προβλήματα των εκπαιδευτικών είναι αποτέλεσμα χειρισμών των πολιτικών ηγεσιών που πέρασαν από το υπουργείο Παιδείας τα τελευταία χρόνια, όπως προκύπτει από τις επισημάνσεις του Αν. Αντωνάκου.

 

Θα έλεγα ότι αντικατοπτρίζει το κλίμα αγανάκτησης από το διαρκή εμπαιγμό του κλάδου των καθηγητών από την πολιτεία τα τελευταία χρόνια. Τα προβλήματα που η εκπαίδευση αντιμετωπίζει δεν είναι καινούργια. Υπήρχαν και τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζουν να υπάρχουν. Είναι αλήθεια ότι τόσο μεγάλη πλειοψηφία σε γενική συνέλευση προέδρων ΕΛΜΕ είχε να σημειωθεί πάνω από δέκα χρόνια. Όμως το κλίμα οργής είναι απολύτως δικαιολογημένο. Η πολιτεία έχει «καταδικάσει» τους καθηγητές σε μόνιμη λιτότητα και δεν κάνει κανένα απολύτως βήμα για την επίλυση χρόνιων θεσμικών προβλημάτων του κλάδου μας. Ξέρετε οι εκπαιδευτικοί είναι οι χειρότερα αμειβόμενοι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα. Στη χώρα μας πλέον έχουμε φθάσει στο εξής μοναδικό και παράλογο φαινόμενο: να ζητούν οι δάσκαλοι και καθηγητές ισότητα έναντι των υπόλοιπων συναδέλφων μας στο Δημόσιο και η πολιτεία να κωφεύει.

Η πολιτεία δεν κατανοεί την ανάγκη που υπάρχει για ουσιαστικό διάλογο με όλους τους φορείς. Για να υπάρξει συναίνεση στις επιχειρούμενες αλλαγές θα πρέπει να υπάρξει σύνθεση απόψεων, η οποία, με τη σειρά της, προϋποθέτει διάλογο, και για τα μέτρα που προωθούνται αλλά και για τις κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής.

'Έχοντας παρακολουθήσει την εξέλιξη του συνδικαλιστικού σας κινήματος και των αιτημάτων σας τα τελευταία χρόνια, μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι για πρώτη φορά τοποθετείτε στην «αιχμή του δόρατος» τα οικονομικά σας αιτήματα. Γιατί γίνεται αυτό;

Και τώρα υπάρχουν σαφή και όχι προσχηματικά θεσμικά αιτήματα στο διεκδικητικό μας πλαίσιο. Θα ήθελα εδώ να σας υπενθυμίσω ότι όλες οι θετικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση είχαν αποτελέσει βασικά αιτήματα των καθηγη­τών, όπως η μείωση των εξεταζόμενων μαθημάτων, η επαναφορά του θεσμού των ανεξεταστέων ή η μη εφαρμογή του περιβόητου τεστ δεξιοτήτων που προωθούσε ο τότε υπουργός Παιδείας κ. Αρσένης. Για εμάς είναι αξίωμα ότι το εκπαιδευτικό σύστημα και ο εκπαιδευτικός βελτιώνονται μαζί, και το ίδιο επιδιώκουμε και τώρα.

Ναι, αλλά είναι τα οικονομικά σας αιτή­ματα αυτά που προτάσσετε.

Φέτος προτάσσουμε τα οικονομικά μας αιτήματα λόγω της συγκεκριμένης συγκυρίας.

«Είναι η ανάγκη που εξωθεί τους καθηγητές να απεργήσουν. Ένας καθηγητής με 35 χρόνια υπηρεσία θα αμείβεται με 1.340 ευρώ το μήνα, τη στιγμή που το κόστος ζωής στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες».

 

Μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκαν οι προτάσεις της κυβέρνησης για το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, αυτές τις ημέρες ολοκληρώνεται η κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2004, ενώ είχαμε και τις προτάσεις του υπουργού Οικονομίας για τα μισθολογικά μας αιτήματα. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι μετά και τις προτάσεις αυτές ένας καθηγητής με 35 χρόνια υπηρεσία θα αμείβεται με 1.340 ευρώ το μήνα, τη στιγμή που το κόστος ζωής στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία ή το Βέλγιο. Είναι η ανάγκη που ε­ξωθεί τους καθηγητές να απεργήσουν, πολύ περισσότερο κι από το αίσθημα εμπαιγμού, μετά τη διάψευση των επανειλημμένων δεσμεύσεων της κυβέρνησης για χορήγηση και στους εκπαιδευτικούς του επιδόματος των 176 ευρώ.

Ποιες δεσμεύσει διαψεύστηκαν;

Μετά τη δίμηνη απεργία του κλάδου μας το 1997 ο κ. Αρσένης συνέστησε τη λεγόμενη «επιτροπή Μπλέσιου», η οποία θα ασχολούνταν με τα μισθολογικά των εκπαιδευτικών. Το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισηγείτο ουσιαστικές αυξήσεις στις αποδοχές μας. Όταν ο κ. Ευθυμίου ανέλαβε το υπουργείο Παιδείας το πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων. Την ίδια τύχη είχε και το πόρισμα μιας άλλης επιτροπής, υπό τον πρώην πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου κ. Κιντή, το οποίο κάνει... παρέα στο πόρισμα της επιτροπής Μπλέσιου, όπως και το πόρισμα για τα μισθολογικά των πανεπιστημιακών.

«Όλη η εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας βρίσκεται «στο πόδι». Ποια εξήγηση δίνετε εσείς σε αυτό το φαινόμενο;

Την αυτονόητη. Υπάρχει σύμπτωση, είναι κοινά τα προβλήματα όλων των εκπαιδευτικών και εντοπίζονται σε δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, στην υποχρηματοδότηοη της εκπαίδευσης. Σας υπενθυμίζω ότι οι δαπάνες του προϋπολογισμού για την Παιδεία φθάνουν μόλις το 3,5% του ΑΕΠ, τη στιγμή που στη Δανία φθάνουν το 8,1% και ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεπερνά το 5%. Και δεύτερον, στη μονομέρεια της εκπαιδευτικής πολιτικής και την αφερεγγυότητα της κυβέρνησης. Το 1995 ο τότε υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου είχε συγκροτήσει ένα όργανο διαλόγου, για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (σ.σ. ΕΣΥΠ). Μετά το 1997, επί υπουργίας του κ. Αρσένη, το ΕΣΥΠ καταδικάστηκε στην αδράνεια και το περιθώριο, παρ' ότι, λόγω της σύνθεσής του, ελεγχόταν από την κυβέρνηση. Τώρα μόνο, προεκλογικά, η κυβέρνηση το ανέσυρε από τον κάλαθο των αχρήστων και το προβάλλει ως βήμα σύνθεσης και διαλόγου.

Ως συνδικαλιστικό στέλεχος της ΔΑΚΕ και έχοντας μελετήσει και το πρόγραμμα για την Παιδεία της ΝΔ, πώς νομίζετε ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα αντιμετώπιζε την παρούσα κατάσταση στο χώρο της Παιδείας;

Κοιτάξτε, εμείς ως συνδικαλιστές έχουμε σαν βασικό ρόλο να διαπιστώνουμε τα προβλήματα, να επιδιώκουμε την επίλυσή τους, να ακούμε τα προγράμματα των κομμάτων και να ελέγχουμε την πρακτική τους. Πέρα από το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με το πρόγραμμα κάποιου κόμματος, θα πρέπει μονίμως να είμαστε σε εγρήγορση, να είμαστε ανεξάρτητοι και να είμαστε έτοιμοι να αντιταχθούμε σε οτιδήποτε θα διακυβεύσει τα συμφέροντα του κλάδου μας, αλλά και του κοινωνικού τομέα στον οποίο εργαζόμαστε. Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ θετικό ότι η ΝΔ υιοθετεί την πρότασή μας για 12ετή υποχρεωτική εκπαίδευση, όπως και το μέτρο της κατάργησης των εξετάσεων στη Β' Λυκείου. Επίσης, βρίσκω θετικό το γεγονός ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα συμφωνούν στην αύξηση των δαπανών για την Παιδεία στο 5% του ΑΕΠ. Αναμένουμε να δούμε τη φερεγγυότητα της κυβέρνησης στο ζήτημα αυτό, καθώς στον υ­πό κατάρτιση προϋπολογισμό οι δαπάνες αυ­τές θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν το 3,9% του ΑΕΠ.

Όμως, αυτό που έχει σημασία δεν είναι το τι εξαγγέλλει το κάθε κόμμα, αλλά η πρακτική που ακολουθεί όταν είναι στην κυβέρνηση. Διότι, αν αναλογιστούμε τις υποσχέσεις που έχουν δοθεί τα τελευταία 20-25 χρόνια και πόσες υλοποιήθηκαν, τότε δεν θα έχουμε κανένα λόγο για αισιοδοξία. Τελικά, σημασία έχει ποια πολιτική εφαρμόζεται και όχι ποια εξαγγέλλεται.

City Press

 

30-09-2003