Συνέντευξη στη Γιούλη Μανώλη

«Τα αποτελέσματα από τις συμπεριφορές Κοντογιαννόπουλου και Αρσένη δεν έχουν διδάξει τίποτε τη σημερινή ηγεσία του υπ. Παιδείας», διαπιστώνει ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ κ. Αντώνης Αντωνάκος και τονίζει πως η κυβέρνηση πρέπει να αλλάξει την αλαζονική στάση της απέναντι στους εκπαιδευτικούς.

Παραμονές της καθολικής απεργιακής έκρηξης στην εκπαίδευση, την οποία ήδη πυροδότησαν οι πανεπιστημιακοί με τη δυναμική απόφασή τους για αποχή διαρκείας, ενώ έπονται καθηγητές, δάσκαλοι και το εκπαιδευτικό προσωπικό των ΤΕΙ, ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ δηλώνει στον «Ε.Τ.» δηλώνει ότι δεν συμμερίζεται καθόλου την αισιοδοξία του Υπουργού Παιδείας για την εξέλιξη της νέας σχολικής χρονιάς που αρχίζει την ερχόμενη Πέμπτη. Αγγίζει τις πληγές της εκπαίδευσης και προαναγγέλλει «παρατεταμένες κινητοποιήσεις» των καθηγητών, υπενθυμίζοντας ότι «είναι ο κλάδος με τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις με πρόσφατη την απεργία των 8 εβδομάδων το 1997».

Μια εβδομάδα πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ, η οποία θα πραγματοποιηθεί την άλλη Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ παραχωρεί την παρακάτω συνέντευξη στον «Ε.Τ.», υπογραμμίζοντας ότι «οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν με μισθούς Βαλκανίων να ανταποκριθούν σε κόστος ζωής Βρυξελλών»:

«Ελεύθερος Τύπος»: Συμφωνείτε με τις προβλέψεις του υπουργού Παιδείας ότι η φετινή θα είναι μια καλή χρονιά;

Αντώνης Αντωνάκος: Είναι μια τυπική δήλωση που κάθε υπουργός παιδείας από συστάσεως του Ελληνικού κράτους επαναλαμβάνει. Εν όψει μάλιστα του γεγονότος ότι ήδη είμαστε σε προεκλογική περίοδο θα έλεγα ότι η προσπάθεια εικονικού εξωραϊσμού του γκρίζου εκπαιδευτικού τοπίου αποτελεί αναμενόμενη ενέργεια εκ μέρους του Υπουργού. Μια προσπάθεια εξωραϊσμού που απευθύνεται και στην κοινή γνώμη αλλά και στον Πρωθυπουργό της χώρας.

Το ερώτημα είναι σε ποια πραγματικά δεδομένα εδράζεται αυτή η εκτίμηση; Τι άλλαξε στον στρατηγικό σχεδιασμό και στα μέτρα στήριξης του εκπαιδευτικού συστήματος που να μας επιτρέπει να συμμεριστούμε την αισιοδοξία του υπουργού; Θα αυξήσει η κυβέρνηση τις δαπάνες για την εκπαίδευση που τις κρατά καθηλωμένες στο 3,5% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. αλλά και των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. ξεπερνά το 5% και όταν χώρες όπως η Δανία δαπανούν το 8,1% του δικού τους ΑΕΠ; Υπήρξε ένας κεντρικός σχεδιασμός που να καθορίζει τους εκπαιδευτικούς στόχους και την γενικότερη φιλοσοφία του συστήματος και ο οποίος να αντικαθιστά τα εναπομείναντα «χαλάσματα» της «μεταρρύθμισης» του προηγούμενου υπουργού; Θα τελειώσει η οικονομική αιμορραγία των γονιών και η ταλαιπωρία των μαθητών από την διπλή βάρδια, τα ακατάλληλα διδακτήρια τα αντιπαιδαγωγικά βιβλία, τα αλλοπρόσαλλα παράλογα και αποσπασματικά αναλυτικά προγράμματα;

Τις απαντήσεις τις γνωρίζουμε όλοι είναι αρνητικές και γι’ αυτό δεν μπορούμε  να συμμεριστούμε την κατασκευασμένη «αισιοδοξία» του υπουργού. Η σχολική χρονιά που μόλις αρχίζει θα είναι σαν τις προηγούμενες, γιατί τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν αλλάξουν οι πολιτικές προτεραιότητες και δεν δοθεί ουσιαστική προτεραιότητα στην εκπαίδευση.

«Ε.Τ.»: Ποια είναι τα άμεσα μέτρα που θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας να πάρει η κυβέρνηση για να εκτονωθούν οι εντάσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τουλάχιστον;

Εάν δεν σταματήσει η οικονομική ταπείνωση και ο εμπαιγμός των εκπαιδευτικών, εάν δεν αλλάξει η αλαζονική  στάση της κυβέρνησης δεν θα βελτιωθεί το κλίμα.

Α.Α.: Έχουμε ακούσει κατ’ επανάληψη τον Υπουργό να διακηρύσσει ότι η συνοδός της Λισσαβόνας καθόρισε ως κεντρικό στόχο της Ε.Ε. να γίνει η Ευρωπαϊκή οικονομία η πιο ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης. Ακούμε συχνά και τον υπουργό και τον Πρωθυπουργό να μιλούν για την κοινωνία της πληροφορίας για την οικονομία της γνώσης. Υπήρξαν και οι δύο για κάποιο σύντομο διάστημα, πριν από πολλά χρόνια, εκπαιδευτικοί. Θα έπρεπε να αντιλαμβάνονται ότι, αν δεν αλλάξει η στάση απέναντι στους εκπαιδευτικούς, αν δεν επιδιωχθεί ουσιαστική συναίνεση μαζί τους, δεν είναι δυνατόν να βελτιωθεί το κλίμα στην εκπαίδευση. Αυτό που χαρακτηρίζει την μέχρι τώρα στάση απέναντι μας στην πράξη φανερώνει  αλαζονεία και υποτίμηση. Δείχνει ότι, τα αποτελέσματα από τις συμπεριφορές Κοντογιαννόπουλου και Αρσένη, δεν έχουν διδάξει τίποτε στη σημερινή ηγεσία. Αυτό δείχνουν και η καθήλωση των εκπαιδευτικών δαπανών και η ταπεινωτική οικονομική αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών από την σημερινή κυβέρνηση.

«Ε.Τ.»: Ποια είναι η σειρά κατάταξης των Ελλήνων εκπαιδευτικών στον πίνακα αμοιβών των άλλων Ευρωπαίων συναδέλφων τους;

Α.Α.: Σύμφωνα με τα στοιχεία της Euro stat για το 2001 οι αποδοχές ενός νεοδιόριστου Έλληνα εκπαιδευτικού αντιστοιχούν με το 54% του μέσου όρου των συναδέλφων μας της Ε.Ε. ενώ οι καταληκτικές αποδοχές είναι αντίστοιχα το 45%. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι ενώ οι καταληκτικές αποδοχές μας είναι 18429 ΕΥΡΩ οι αντίστοιχες αποδοχές είναι στο Βέλγιο 43672 στην Γερμανία 45374 στην Ολλανδία 48662 στην Αυστρία 55778 στο Λουξεμβούργο 98221!! Είναι λοιπόν σαφές ότι όχι μόνο είμαστε τελευταίοι στη Ε.Ε. αλλά και ότι οι διαφορές μας είναι εξαιρετικά μεγάλες ενώ το κόστος ζωής έχει εξομοιωθεί.

«Ε.Τ.»: Τα τελευταία χρόνια δείγματα αγωνιστικής αντοχής στο χώρο της εκπαίδευσης έχουν δώσει μόνο οι πανεπιστημιακοί. Λένε για τους καθηγητές και τους δασκάλους ότι δεν αντέχουν μακρές κινητοποιήσεις λόγω του κόστους που συνεπάγεται η παρακράτηση των αποδοχών τους στη διάρκεια των απεργιών.

Α.Α.: Είναι γεγονός ότι με τις σημερινές συνθήκες της αχαλίνωτης ακρίβειας και ύστερα από την παρατεταμένη πολιτική λιτότητας, που επιλεκτικά εφαρμόζεται στους εκπαιδευτικούς με ιδιαίτερη συνέπεια, χωρίς παρεκκλίσεις, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να ανταποκριθούν σε κόστος ζωής Βρυξελών με μισθούς Βαλκανίων. Όμως κάνουν τραγικό λάθος όσοι αγνοούν την δύναμη της αξιοπρέπειας του εκπαιδευτικού. Κάνουν λάθος όσοι μετράνε τον εκπαιδευτικό με την δύναμη της τσέπης του. Κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν ότι το χρήμα είναι το μόνο που μπορεί να προσδιορίσει τη στάση  μας. Κάνουν λάθος όσοι αγνοούν την οργή μας για τον συνεχή εμπαιγμό που υφιστάμεθα από την Κυβέρνηση. Και σε όλους αυτούς που κάνουν αυτά τα λάθη θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι οι καθηγητές είναι ο κλάδος με τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις με πιο πρόσφατη την απεργία των 8 εβδομάδων το 1997.

«Ε.Τ.»: Πότε θα συνεδριάσει το ΔΣ της ΟΛΜΕ και τι θα προτείνετε;

Α.Α.: Η διαδικασία της προετοιμασίας των κινητοποιήσεων έχει ήδη ξεκινήσει. Θεωρήσαμε αναγκαίο να έχουμε έναν εκτεταμένο διάλογο με τους συναδέλφους στα σχολεία της Αθήνας και της περιφέρειας και γι’ αυτό πραγματοποιούμε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα περιοδειών ώστε να καλύψουμε όλη την Ελλάδα μέχρι τις 12/9. Το Δ.Σ. θα διαμορφώσει εισήγηση στις 15/9 και είναι βέβαιο ότι θα προτείνει παρατεταμένες κινητοποιήσεις οι οποίες δεν θα σταματήσουν αν δεν υπάρξει ικανοποιητική ανταπόκριση της κυβέρνησης στα αιτήματα μας.

«Ε.Τ.»: Μετά από μία δεκαπενταετία είναι η πρώτη φορά που η ΠΑΣΚ χάνει το προεδρείο της ΟΛΜΕ. Τι σηματοδοτεί αυτή η αλλαγή σκυτάλης στη συνδικαλιστική ηγεσία των καθηγητών;

Α.Α.: Τα τελευταία χρόνια ο κλάδος μας είχε δεχθεί αλλεπάλληλα πλήγματα και επιθέσεις κυρίως από την κυβέρνηση αλλά και από άλλες πλευρές. Δεν ήταν μόνο η μόνιμη καταδίκή στην λιτότητα αλλά και η προσπάθεια μείωσης της προσωπικότητας, της αξίας, της προσφοράς του καθηγητή στη νέα γενιά και τον τόπο. Με ελαφρότητα και ανευθυνότητα αμφισβητήθηκε η επιστημονική μας κατάρτιση, η παιδαγωγική μας υπευθυνότητα και η αγάπη μας για τους μαθητές μας. Απέναντι σε όλες αυτές τις επιθέσεις οι συνάδελφοι ένιωσαν ανυπεράσπιστοι και θεώρησαν ότι ο τρόπος με τον οποίο η Ομοσπονδία αντέδρασε δεν ήταν ούτε ο ενδεδειγμένος ούτε αποτελεσματικός.

Η απαίτηση λοιπόν για αλλαγή στην ηγεσία των καθηγητών είχε ωριμάσει στις συνειδήσεις των συναδέλφων μας εδώ και πολύ καιρό. Υπήρχε μια συνεχής πίεση της βάσης για μια διαφορετική εικόνα της Ομοσπονδίας, για μια πιο αποτελεσματική αντίδραση στις επιθέσεις, για πιο ουσιαστική υπεράσπιση του Δημόσιου Σχολείου, των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας μας. Αν  λοιπόν η Κυβέρνηση αναζητούσε την σηματοδότηση αυτής της αλλαγής θα έπρεπε να ανησυχεί όχι λόγω των προσώπων που συγκροτούν το νέο προεδρείο της ΟΛΜΕ, αλλά γιατί είναι ένας ολόκληρος κόσμος, η μεγάλη κοινωνική δύναμη των 90000 καθηγητών, που απαιτεί από εμάς επιτακτικά και απόλυτα να οργανώσουμε αυτόν τον αγώνα, για το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια του εκπαιδευτικού.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

 

11/9/2003