του Αντώνη Αντωνάκου

Προέδρου της Ο.Λ.Μ.Ε.

Με αφορμή το τραγικό ατύχημα των Τεμπών και κάτω από την επίδραση της δικαιολογημένης συναισθηματικής φόρτισης, λόγω της τραγικής απώλειας 21 νέων παιδιών, αναπτύχθηκε ένας πλούσιος δημόσιος διάλογος, ο οποίος δυστυχώς έχει ήδη εκτονωθεί, χωρίς να οδηγήσει σε παραίτηση έστω και ενός υπευθύνου για έργα ή παραλείψεις, χωρίς να αισθανθεί έστω και ένας αρμόδιος την ανάγκη να ζητήσει συγνώμη από τους χαροκαμένους γονείς.

Αντί γι’ αυτό, με την συνηθισμένη τους «ευλυγισία» οι αρμόδιοι κυβερνητικοί και κρατικοί παράγοντες, φρόντισαν να «διαχύσουν» την συζήτηση σε ένα πλήθος θεμάτων εκ πρώτης όψεως σχετικών με το ατύχημα αλλά ωστόσο αποπροσανατολιστικών, στο βαθμό που αποσπούσαν την προσοχή από τους δύο βασικότερους παράγοντες του συγκεκριμένου ατυχήματος, που δεν είναι άλλοι από το απαρχαιωμένο, στο συγκεκριμένο τουλάχιστον σημείο, οδικό δίκτυο και την σχεδόν ανύπαρκτη αστυνόμευση του, με αποτέλεσμα την οδηγική ασυδοσία σχεδόν όλων των οδηγών και ιδιαίτερα των επαγγελματιών που οδηγούν τα μεγάλα, και γι’ αυτό περισσότερο επικίνδυνα, οχήματα.

Ένα από τα παράπλευρα αίτια, που κατατέθηκαν ως ευθυνόμενα για το ατύχημα, ήταν και η έλλειψη του μαθήματος της κυκλοφοριακής αγωγής από τα σχολεία. Δεν ήταν μάλιστα ιδιαίτερα ευχάριστο να ακούς βαρυσήμαντους αναλυτές, μεταξύ των οποίων και ένας πρώην υπουργός παιδείας, να αναφέρονται σε αυτόν τον παράγοντα, λες και αυτό που έλλειπε από τον οδηγό της νταλίκας ή από τους υπεύθυνους για την κακή φόρτωση της ήταν η γνώση των κανόνων ασφαλείας. Η σαν να υπήρχε καλύτερο μάθημα από το τραγικό αυτό ατύχημα και τις δραματικές εικόνες που, πολλές φορές και καθ’ υπερβολή, μας μετέφερε η τηλεόραση για πολλές ημέρες για όλους εμάς που δέκα ημέρες μετά ξεχυθήκαμε στους δρόμους γράφοντας οι περισσότεροι τους κυκλοφοριακούς κανόνες στα παλιά μας τα παπούτσια. Και βέβαια πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, σε μία χώρα που  τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει ο παράδεισος της αυθαιρεσίας,  και που τελικά κινδυνεύει να χαρακτηριστεί παράνομος όποιος δεν παρανομεί.

Αν από την άλλη πλευρά το αίτημα όσων αναφέρονται στην κυκλοφοριακή αγωγή αναφέρεται όχι στην γνώση των κανονισμών ασφάλειας αλλά στη διαμόρφωση χαρακτήρων, εδώ παρουσιάζεται ανάγλυφη η επιφανειακή ενασχόληση με την ουσία της εκπαίδευσης και κατά συνέπεια και με την εκ των πραγμάτων υπερβολική απαίτηση από το σχολείο να διαμορφώσει χαρακτήρες διαφορετικούς από τα πρότυπα του κοινωνικού περιβάλλοντος. Αυτό δεν σημαίνει ότι το σχολείο δεν οφείλει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση αλλά πρέπει να γίνουν κατανοητές οι τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα αφού δεν πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά με την κοινωνία αλλά να αναμορφώνει και πολλές φορές να καταρρίπτει τα πρότυπα που η τελευταία προβάλει.

Και βεβαίως δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές οι προσπάθειες που καταβάλουν πολλοί υπεύθυνοι πολιτικοί ή κοινωνικοί «ταγοί» να φορτώσουν στο σχολείο τις ευθύνες για ελλείμματα πραγματικά ή διογκωμένα στην παιδεία των νέων ή των πολιτών γενικότερα. Γιατί σε αντίθεση με ότι συνέβαινε πριν από μερικές δεκαετίες στην σημερινή εποχή το σχολείο έχει ισχυρότατους ανταγωνιστές στη διαπαιδαγώγηση και στη γενικότερη μόρφωση των νέων. Έτσι λοιπόν η εύκολη λύση είτε της άκριτης ενοχοποίησης του σχολείου είτε η πρόχειρη και ευκαιριακή επιφόρτιση του με νέα αντικείμενα, σε μια προσπάθεια να φανούν ως δρώσες και έχουσες παιδαγωγική άποψη οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα.

Μια σειρά από τέτοια μορφωτικά αντικείμενα έχουν προστεθεί με αυτόν τον τρόπο τα τελευταία χρόνια. Μερικά μόνο από αυτά είναι η αγωγή υγείας, η αγωγή περιβάλλοντος, η Ολυμπιακή παιδεία. Κοινός παρονομαστής σε όλα ήταν η ανάγκη της απορρόφησης κονδυλίων. Γι’ αυτό πρώτα καθιερώθηκαν και μετά αναζητήθηκε το περιεχόμενο τους, ο χρόνος διδασκαλίας τους και το αναγκαίο προσωπικό.

Είναι λοιπόν σαφές, ότι η εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι ο χώρος των πειραματισμών μαθητευόμενων πολιτικών, ούτε εύκολων απαντήσεων για να δικαιολογηθούν ελλείμματα σαν αυτά που προκάλεσαν το τραγικό ατύχημα των Τεμπών και ασφαλώς εκατοντάδες άλλα. Το σχολείο χρειάζεται μια υπεύθυνη πολιτική αντιμετώπιση που είναι εντελώς έξω από την πρακτική των τελευταίων υπουργών παιδείας. Και ασφαλώς, με δεδομένες τις κοινωνικές συνθήκες, και των ασύμπτωτων με τα κοινωνικά πρότυπα αξιών που η εκπαίδευση οφείλει να προβάλει, χρειάζεται εκπαιδευτικούς οι οποίοι θα είναι ουσιαστικά αναβαθμισμένοι.

Χρειάζεται εκπαιδευτικούς με ευρύτερο μορφωτικό υπόβαθρο, και πολύπλευρη καλλιέργεια πέρα από την επιστημονική τους κατάρτιση και πέρα από την παιδαγωγική τους επάρκεια. Χρειάζεται εκπαιδευτικούς που να μπορούν να μεταφέρουν στα παιδιά όχι σαν γνωστικό αντικείμενο αλλά σαν αξία ζωής την αγωγή υγείας, περιβάλλοντος, πολίτη κ.λ.π.. Αλλά αυτό απαιτεί να δημιουργηθούν μεταπτυχιακές παραγωγικές σχολές εκπαιδευτικών οι οποίες θα συμπληρώνουν την επιστημονική κατάρτιση με την γενικότερη εκπαίδευση που επιβάλλεται να έχει σήμερα ένας εκπαιδευτικός.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

 

18-08-2003