του Αντώνη Αντωνάκου

Γ. Γραμματέα της ΟΛΜΕ

Πραγματοποιήθηκε αυτές τις ημέρες το 30ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ. Σε μια εποχή μεταβατική για ολόκληρη την κοινωνία, με τις ραγδαίες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, να δημιουργούν ένα διαρκώς εξελισσόμενο και κατά συνέπεια θολό σκηνικό, η συνδικαλιστική έκφραση των δημοσίων υπαλλήλων αναζητά τους δικούς της δρόμους του καθορισμού, της προβολής και της διεκδίκησης των αιτημάτων που θα στηρίζουν το νέο αναβαθμισμένο ρόλο των εργαζομένων στις σύγχρονες συνθήκες.

Σε καιρούς δύσκολους για το συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο πληρώνει τις υπερβολές και τις παρεκκλίσεις του παρελθόντος, το συνέδριο βρέθηκε στο περιθώριο των κοινωνικών γεγονότων, αν και θα έπρεπε να αποτελέσει κεντρικό πόλο των εξελίξεων, για το χώρο της Δημόσιας Διοίκησης.

Τόσο η γενικότερη αμηχανία των πολιτών απέναντι στις εξελίξεις όσο και η αμφισβήτηση (σε ένα βαθμό φυσιολογική, αλλά και ύποπτα τροφοδοτούμενη από εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας) των συνδικαλιστικών ηγεσιών, έχουν οδηγήσει και στην τυπική, αλλά κυρίως στην ουσιαστική υποχώρηση της συλλογικότητας των εργαζομένων στην οργάνωση, στην έκφραση και τη δράση.

Δυστυχώς, μέσα στο γενικότερο δυσχερές κοινωνικό κλίμα, τρεις καθοριστικοί παράγοντες δεν επέτρεψαν την αλλαγή των συσχετισμών που θα οδηγούσε τη συνομοσπονδία να πραγματοποιήσει ένα καινούργιο ξεκίνημα.

Οι τρεις αυτοί παράγοντες είναι η μεγάλη αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες (η οποία σε κομβικές ομοσπονδίες, όπως η ΟΛΜΕ, αγγίζει το 50%), η ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία, όπως έχει καθοριστεί με τους αθρόους ρουσφετολογικούς διορισμούς των τελευταίων 10ετιών, και τέλος η "κρυφή γοητεία" της εξουσίας με τα πελατειακά και οικονομικά "θέλγητρα" της, που καθοδηγεί σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων.

Αυτό που προέκυψε λοιπόν από το 30ο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ είναι μια πλειοψηφία απρόθυμη να αντισταθεί στη συνεχή μείωση του εισοδήματος, στην παρατεταμένη φορολογική αφαίμαξη, στη φαλκίδευση του δικαιώματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο Δημόσιο, στην επιδείνωση των δεικτών της κοινωνικής προστασίας και στη γενικότερη υποβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής.

Τέλος, σε μια εποχή που παρά τη μεταβατικότητά της, προβάλλει έντονα την ανάγκη της ριζικής αναδιοργάνωσης του κράτους και ιδιαίτερα της Δημόσιας Διοίκησης, το συνδικαλιστικό κίνημα θα περιοριστεί στους ελιγμούς στα πλαίσια της κυβερνητικής πολιτικής, αντί να αποτελέσει δυναμικό και καθοριστικό παράγοντα για την ουσιαστική ανασυγκρότηση και τη χειραφέτηση της εκτελεστικής εξουσίας από την καταλυτική κηδεμονία που ασκείται εις βάρος της από την πολιτική και κομματική νομενκλατούρα.

Έτσι, η Δημόσια Διοίκηση αντί να αποτελέσει τον καταλύτη στην προσπάθεια της χώρας να συντονίσει τα βήματά της στους ρυθμούς της εποχής και ιδιαίτερα των υπολοίπων ευρωπαϊκών εταίρων, θα συνεχίσει να είναι βυθισμένη στην αποχαυνωτική υποταγή της στις μικροσκοπιμότητες της αναποτελεσματικής πολιτικής ηγεσίας και των πελατειακών αναγκών της.

Αλλά η καταβαράθρωση των λειτουργιών του κράτους, που μετατρέπεται σε δυνάστη των πολιτών στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου, θέτει απέναντι στους Δημόσιους Υπαλλήλους τους πολίτες οι οποίοι, κατάλληλα αποπροσανατολισμένοι από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, αντί να στραφούν κατά των αιτίων αυτής της αποσάθρωσης στρέφονται κατά των εργαζομένων στο Δημόσιο.

Μοιραία λοιπόν, το 30ο συνέδριο κινήθηκε στο περιθώριο του κοινωνικού γίγνεσθαι που προσδιορίζεται από τις προτεραιότητες και τα δεδομένα της οικονομίας, ερήμην των αναγκών της κοινωνίας, δεν αναμένεται δε να αποτελέσει αφετηρία ανάτασης της συλλογικής αντιμετώπισης των πραγμάτων με δεδομένο τον ασφυκτικό πλειοψηφικό έλεγχο της κυβερνητικής συνδικαλιστικής παράταξης, της οποίας οι θέσεις και η πρακτική οριοθετούνται από τις στρατηγικές επιδιώξεις του κυβερνώντος κόμματος.

ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ

 

3-12-1998