του Αντώνη Αντωνάκου

Γ. Γραμματέα της ΟΛΜΕ

Με δεδομένο ότι η εποχή μας είναι γνωσιοκεντρική, στην πρώτη προτεραιότητα κάθε αναπτυγμένης κοινωνίας πρέπει να βρίσκεται η ουσιαστική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού της.

Είναι δεδομένο ότι αυτή η αναβάθμιση μόνο μέσω ενός δυναμικού, δημιουργικού και σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος μπορεί να επιτευχθεί.

Επομένως, ο ρόλος των εκπαιδευτικών, οι οποίοι αποτελούν το βασικό συντελεστή κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, είναι ουσιαστικός και συνεπώς και η κοινωνική τους στήριξη πρέπει να είναι αντίστοιχη.

Ασφαλώς, η αναβάθμιση των εκπαιδευτικών έχει διάφορες παραμέτρους, όπως είναι η άρτια επιστημονική και παιδαγωγική στήριξη και καθοδήγησή τους, η αντικειμενική και απαλλαγμένη από σκοπιμότητες και διαπλοκές αξιολόγηση των δυνατοτήτων, των προσπαθειών και της προσφοράς εκάστου, η διοίκηση από πρόσωπα επιλεγμένα με τρόπο που δεν θα επιτρέπει αμφισβητήσεις, όσον αφορά τα κριτήρια και του λόγους επιλογής και, τέλος, η ουσιαστική οικονομική τους αναβάθμιση.

Δυστυχώς, οι πολιτικές αντιλήψεις που κυριάρχησαν στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία είχαν, στο όνομα της ισότητας, επιβάλει την ισοπέδωση. Έτσι, με ασύγγνωστη ελαφρότητα, όχι απλώς δεν αναδείχθηκε η ανάγκη της αμοιβής των εκπαιδευτικών σε αντιστοιχία με τον ιδιαίτερα αναβαθμισμένο κοινωνικό τους ρόλο, αλλά αντιθέτως προωθήθηκε η βαθμολογική και μισθολογική ισοπέδωσή τους. Τέθηκε, δηλαδή, στο περιθώριο και δεν υπολογίστηκε διόλου το αντικείμενο της εργασίας τους.

Έτσι, και κάποιες, (είναι αλήθεια όχι ουσιαστικές), θετικές διαφοροποιήσεις που υπήρχαν εξαλείφθηκαν. Με αυτόν τον τρόπο η ιδιότητα του εκπαιδευτικού λειτουργήματος απαξιώθηκε πλήρως, αφού ακόμα και η ηθική αναγνώριση της σημασίας του εκπαιδευτικού λειτουργήματος εξέλιπε.

Σήμερα, που η κοινωνία μας επιχειρεί, με επώδυνο είναι αλήθεια πολλές φορές τρόπο, να απαλλαγεί από τις στρεβλώσεις του παρελθόντος πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αν θέλουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της εποχής μας, μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις είναι και η ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η αρχή έγινε με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με το οποίο παρέχονται ουσιαστικές αυξήσεις στους πανεπιστημιακούς. Θα πρέπει, μάλιστα, να επισημανθεί ότι αυτές οι αυξήσεις εδόθησαν χωρίς την υποχρέωση και τους περιορισμούς της αποκλειστικής απασχόλησης.

Για να επιβεβαιωθεί όμως ότι αυτή η αναβάθμιση δεν έγινε αποκλειστικά και μόνο με κομματική σκοπιμότητα, για να εξασφαλιστεί δηλαδή η συμμαχία μιας κοινωνικής ομάδας, τα μέλη της οποίας, διαθέτοντας το τεκμήριο της επιστημονικής αυθεντίας και της ακαδημαϊκής εγκυρότητας, μπορούν να αποτελέσουν δεκανίκι της κυβερνητικής πολιτικής, θα πρέπει η μεταχείριση αυτή να επεκταθεί και στον υπόλοιπο εκπαιδευτικό χώρο. Με άλλα λόγια, εκ των πραγμάτων, προκύπτει η ανάγκη ενιαίας αντιμετώπισης των εκπαιδευτικών κι αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγεί στη διαμόρφωση ενός μισθολογίου εκπαιδευτικών.

Είναι θετικό το γεγονός ότι η Ν.Δ., έχοντας διαπιστώσει αυτή την αναγκαιότητα, έχει εδώ και χρόνια διατυπώσει στο πρόγραμμά της την πρόθεσή της να αντιμετωπίσει ενιαία το οικονομικό ζήτημα των εκπαιδευτικών. Φυσικά, μια τέτοια αντιμετώπιση, σε καμιά περίπτωση, δεν πρέπει να συγχέεται με τις ισοπεδωτικές λογικές που κυριάρχησαν τις προηγούμενες δεκαετίες.

Γιατί, ασφαλώς, είναι διαφορετική η εκπαιδευτική λειτουργία στις διάφορες βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος. Και δεν θα ήταν συνεπές στην αρχή της οικονομικής - μισθολογικής αντιμετώπισης ανάλογα με το αντικείμενο της εργασίας εάν αυτό έβρισκε αναφορά μόνο στη σχέση με τον εξωεκπαιδευτικό χώρο και εγκαταλειπόταν, προκειμένου για τον καθορισμό των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων βαθμίδων των εκπαιδευτικών.

Δεν μιλάμε λοιπόν για την ισοπέδωση, αφού και τα τυπικά προσόντα αλλά, κυρίως, το αντικείμενο της εργασίας διαφέρουν. Όμως ένα μισθολόγιο με ενιαίες αρχές και σταθερές σχέσεις μεταξύ των βαθμίδων είναι σήμερα αναγκαίο. Και σε ένα τέτοιο μισθολόγιο με ενιαίες αρχές και σταθερές σχέσεις μεταξύ των βαθμίδων είναι σήμερα αναγκαίο. Και σε ένα τέτοιο μισθολόγιο, ασφαλώς, κανένας δεν μπορεί με λογικά επιχειρήματα να καταδείξει γιατί δεν θα πρέπει ο καθηγητής του Λυκείου να έχε μισθό αντίστοιχο με το 75% των αποδοχών του λέκτορα.

Είναι καιρός λοιπόν να εγκαταλειφθεί αυτή η λογιστική - διαχειριστική αντίληψη και να καθοριστεί η μισθολογική αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών με καθαρά πολιτικά κριτήρια.

ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

 

8-11-1998