του Αντώνη Αντωνάκου

Γ. Γραμματέα της ΟΛΜΕ

Σε κάθε διαγωνισμό αυτός που καθορίζει το περιεχόμενό του και τις συνθήκες διεξαγωγής του είναι ασφαλώς σε θέση να καθορίσει και το ποσοστό επιτυχίας. Ένας καθηγητής ο οποίος υποβάλλει τους μαθητές του σε γραπτή εξέταση, μπορεί, εάν θέλει, να καθορίσει με τέτοιο τρόπο τους συντελεστές, την εξεταστέα ύλη, τα θέματα, την επιτήρηση, τη διόρθωση, έτσι ώστε να γράψουν σχεδόν όλοι οι μαθητές άριστα ή αντιθέτως να αποτύχουν όλοι.

Ποιος λογικός άνθρωπος όμως τότε, διαθέτοντας στοιχειώδη κρίση, θα υποθέσει ότι τα αποτελέσματα του διαγωνισμού αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση και το επίπεδο των μαθητών; Είναι για παράδειγμα ποτέ δυνατόν το ποσοστό επιτυχίας να είναι μόνο 0,48%;

Ποιος δεν θα κατανοήσει ότι είναι τελείως εξωπραγματικό και παράλογο σε ένα πλήθος 1.000 μαθητών να μην υπάρχουν ούτε 10 οι οποίοι να είναι επιμελείς και άξιοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός διαγωνισμού ο οποίος δεν θα έχει άλλες σκοπιμότητες παρά μόνο να εξετάσει τους μαθητές σε αυτά που όφειλαν να γνωρίζουν;

Στα Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας αλλά και σε όλο τον κόσμο, όταν υπάρχουν ποσοστά αποτυχίας μεγαλύτερα του 20%, οι ευθύνες αναζητούνται σε αυτόν που καθορίζει τα θέματα και τους όρους των εξετάσεων και όχι ασφαλώς στους διαγωνιζόμενους.

Δυστυχώς, αυτή η προφανής αλήθεια δεν είναι κατανοητή και, όπως αποδεικνύεται, ενώ όλοι καταδικάζουμε την αποστήθιση και διεκδικούμε (και δικαίως) μια εκπαίδευση η οποία θα αναπτύσσει την κριτική σκέψη, είμαστε μια κοινωνία μη σκεπτόμενων, η οποία "αποστηθίζει" ό,τι της "σερβίρεται" από λόγους εμπάθειας ή πολιτικής σκοπιμότητας. Επειδή το παράδειγμα δεν επελέγη τυχαία, αλλά ανταποκρίνεται στα αποτελέσματα του πρόσφατου διαγωνισμού για τους εκπαιδευτικούς, σύμφωνα με τα οποία τα ποσοστά επιτυχίας για τους Φυσικούς ήταν 0,48% δηλαδή ούτε 5 στους 1.000 διαγωνιζόμενους δεν εκρίθησαν ικανοί, και δεν βρέθηκε ούτε μια σοβαρή φωνή να διαπιστώσει πόσο εξόφθαλμα εξωπραγματικό ήταν αυτό το ποσοστό.

Δεν βρέθηκε καμία σοβαρή φωνή να αναρωτηθεί αν είναι δυνατόν από τους 1.640 Φυσικούς που διαγωνίσθηκαν, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες ήταν αριστούχοι, κάτοχοι μεταπτυχιακών διπλωμάτων και με πολυετή διδακτική εμπειρία σε φροντιστήρια, σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και σε δημόσια σχολεία, μόνον 8 να επιτύχουν;

Αυτό και μόνο το συντριπτικό ποσοστό αποτυχίας θα αρκούσε, για οποιονδήποτε διαθέτει στοιχειώδη κρίση, για να κατανοήσει την αναξιοπιστία του διαγωνισμού για τις άθλιες σκοπιμότητες τις οποίες αυτός υπηρετεί.

Και κάτι ακόμα. Εάν υποτεθεί ότι ο διαγωνισμός είναι αξιόπιστος, με ποιο ηθικό δικαίωμα ο υπουργός διορίζει 7.000 "ανίκανους" εκπαιδευτικούς στα σχολεία και γιατί την επόμενη κιόλας ημέρα του διαγωνισμού δεν κλείνει τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα που δίνουν "πλαστά" πτυχία;

Γιατί δεν εγκαλεί τους πανεπιστημιακούς δασκάλους που τα χορήγησαν;

Και αν τα πτυχία είναι πλασματικά στις δεκάδες σχολές των εκπαιδευτικών, γιατί θα είναι γνήσια στις υπόλοιπες; Τα ίδια πανεπιστήμια δεν τα χορήγησαν; Μήπως θα πρέπει να φέρουμε ξένους γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς;

Αλλά, είπαμε, είμαστε κοινωνία καθοδηγούμενων και ζούμε υπό καθεστώς που δίκαια, απ' ό,τι φαίνεται, ο Θανάσης Διαμαντόπουλος το χαρακτήρισε "δικτατορία της υποβολής". Και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, δεν υπερασπίζομαι το ανύπαρκτο μέλλον της επετηρίδας, την πεποίθησή μου για το μοιραία επερχόμενο τέλος της οποίας έχω διακηρύξει εδώ και πολλά χρόνια, έστω και αν στο παρελθόν διέσωσε τον εκπαιδευτικό χώρο από την πλήρη φαυλότητα του ρουσφετιού και του διορισμού με κομματικά διαπιστευτήρια, που επικρατούσε σε όλο τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα.

Όμως άλλο να διαπιστώνεις ότι η επετηρίδα οδηγείται σε αδιέξοδο και άλλο να αποδέχεσαι την προφανή αθλιότητα του νέου τρόπου επιλογής. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά, είτε είναι αφελής, είτε υπηρετεί σκοπιμότητες.

ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ

 

10-09-1998